τερθρεία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=terthreia
|Transliteration C=terthreia
|Beta Code=terqrei/a
|Beta Code=terqrei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry</b>, <span class="bibl">Isoc.10.4</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.75</span> J., <span class="bibl">Ph.2.191</span>, al.; <b class="b3">τ. μυθική</b> in religion, <span class="bibl">D.H. 2.19</span>; of disputes about words, Gal.8.637, <span class="bibl"><span class="title">UP</span>4.9</span>; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.534</span> S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[στρατεία]] 3, Phot., Suid.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[use of extreme subtlety]], [[hair-splitting]], [[formal pedantry]], Isoc.10.4, Phld.''Oec.''p.75 J., Ph.2.191, al.; <b class="b3">τ. μυθική</b> in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, ''UP''4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.''in Prm.''p.534 S.<br><span class="bld">II</span> = [[στρατεία]] 3, Phot., Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von [[τερατεία]] ab, Moeris.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von [[τερατεία]] ab, Moeris.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[tour de charlatan]], [[hâblerie]], [[jonglerie]].<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ [[фокусничество]], [[хитросплетение]] (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τερθρεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, [[χρῆσις]] τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, [[τερατολογία]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. ([[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[τερατεία]]). - Καθ’ Ἡσύχ. «[[τερθρεία]]· [[λογομαχία]]. [[ἀπάτη]]. [[φλυαρία]]. [[φληναφία]]».
|lstext='''τερθρεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, [[χρῆσις]] τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, [[τερατολογία]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. ([[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[τερατεία]]). - Καθ’ Ἡσύχ. «[[τερθρεία]]· [[λογομαχία]]. [[ἀπάτη]]. [[φλυαρία]]. [[φληναφία]]».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[τερθεύομαι]]<br />(στη [[ρητορική]]) [[χρήση]] σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογομαχία]] σχετικά με λέξεις<br /><b>2.</b> [[φλυαρία]] που γίνεται [[κυρίως]] για [[παραπλάνηση]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]] που γινόταν με σκοπό την [[άσκηση]] τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, [[στρατεία]].
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερθρεία Medium diacritics: τερθρεία Low diacritics: τερθρεία Capitals: ΤΕΡΘΡΕΙΑ
Transliteration A: terthreía Transliteration B: terthreia Transliteration C: terthreia Beta Code: terqrei/a

English (LSJ)

ἡ,
A use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry, Isoc.10.4, Phld.Oec.p.75 J., Ph.2.191, al.; τ. μυθική in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, UP4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.in Prm.p.534 S.
II = στρατεία 3, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von τερατεία ab, Moeris.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.
Étymologie: τερθρεύω.

Russian (Dvoretsky)

τερθρεία:фокусничество, хитросплетение (τ. καὶ στωμυλία Plut.): ἡ τ. ῥητορική Sext. риторическая изворотливость.

Greek (Liddell-Scott)

τερθρεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, χρῆσις τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, τερατολογία, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. (Κατὰ τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ τερατεία). - Καθ’ Ἡσύχ. «τερθρεία· λογομαχία. ἀπάτη. φλυαρία. φληναφία».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τερθεύομαι
(στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας
αρχ.
1. λογομαχία σχετικά με λέξεις
2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση
3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, στρατεία.