τιάρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τῐάρᾱ
|Full diacritics=τῐᾱ́ρᾱ
|Medium diacritics=τιάρα
|Medium diacritics=τιάρα
|Low diacritics=τιάρα
|Low diacritics=τιάρα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tiara
|Transliteration C=tiara
|Beta Code=tia/ra
|Beta Code=tia/ra
|Definition=[<b class="b3">ᾱρ], ἡ</b>, and τῐάρας, ου, Ion. τῐήρης, εω<b class="b3">, ὁ</b> (as in <span class="bibl">Hdt.8.120</span>):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tiara</b>, the Persian head-dress, esp. on solemn occasions, <span class="bibl">Hdt.1.132</span>, <span class="bibl">3.12</span> (v. <b class="b3">πῖλος</b>), <span class="bibl">7.61</span>, <span class="bibl">8.120</span>; worn by the great king, <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>661</span> (lyr.); whose tiara was upright, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.5.23</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>8.3.13</span>, <span class="bibl">Phylarch.22J.</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>35</span>.</span>
|Definition=[ᾱρ], ἡ, and [[τιάρας]], ου, Ion. [[τιήρης]], εω, ὁ (as in [[Herodotus|Hdt.]]8.120):—[[tiara]], the [[Persian]] [[headdress]], esp. on solemn occasions, [[Herodotus|Hdt.]]1.132, 3.12 (v. [[πῖλος]]), 7.61, 8.120; worn by the great king, A. Pers.661 (lyr.); whose tiara was upright, X.An.2.5.23, Cyr.8.3.13, Phylarch.22J., Luc.Pisc.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] ἡ, bei Her. immer [[τιάρας]] od. [[τιήρης]], ὁ, gleichbedeutend mit [[κυρβασία]], [[κίδαρις]], Poll. 7, 58, die Tiara, der Turban, die Kopfbedeckung der Perser, welche bes. bei feierlichen Gelegenheiten getragen zu sein scheint, vgl. Her. 1, 132. 2, 61. 8, 120, der auch 3, 12 πίλους [[τιάρας]] vrbdt, wo Strab. Ersteres durch [[πιλωτός]] erkl., Andere [[τιάρας]] als Apposition fassen; Aesch. βασιλείου τιήρας [[φάλαρον]] πιφαύσκων, Pers. 652; τὰς [[τιάρας]] Plat. Rep. VIII, 553 c; Xen. Cyr. 8, 3, 13 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1109.png Seite 1109]] ἡ, bei Her. immer [[τιάρας]] od. [[τιήρης]], ὁ, gleichbedeutend mit [[κυρβασία]], [[κίδαρις]], Poll. 7, 58, die Tiara, der Turban, die Kopfbedeckung der Perser, welche bes. bei feierlichen Gelegenheiten getragen zu sein scheint, vgl. Her. 1, 132. 2, 61. 8, 120, der auch 3, 12 πίλους [[τιάρας]] vrbdt, wo Strab. Ersteres durch [[πιλωτός]] erkl., Andere [[τιάρας]] als Apposition fassen; Aesch. βασιλείου τιήρας [[φάλαρον]] πιφαύσκων, Pers. 652; τὰς [[τιάρας]] Plat. Rep. VIII, 553 c; Xen. Cyr. 8, 3, 13 u. A.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />tiare, sorte de turban, en forme de cône, <i>coiffure des Perses</i> ; ὀρθὴ [[τιάρα]] XÉN tiare droite <i>ou</i> royale.<br /><i><b>Étym.</b> persan</i> tara.
}}
{{elru
|elrutext='''τιάρα:''' (ᾱρ) ἡ (перс.) тиара (головной убор персов, в форме усеченного конуса) Her., Aesch., Plat.: ὀρθὴ τ. Xen. прямая, т. е. царская тиара.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τιάρᾱ''': [ᾱ], ἡ, καὶ τιάρας, ου, Ἰωνικ. [[τιήρης]], εω, ὁ, (ὡς παρ’ Ἡροδ.)· - τὸ Περσικὸν τῆς κεφαλῆς [[κάλυμμα]], ὃ ἐφόρουν [[μάλιστα]] ἐν ἐπισήμοις περιστάσεσιν, Ἡρόδ. 1, 132., 3. 12 (ἴδε ἐν λέξ. [[πῖλος]]), 7. 61., 8. 120· ἔφερε δὲ αὐτὴν ὁ [[μέγας]] [[βασιλεύς]], Αἰσχυλ. Πέρσ. 661· ἐφόρει δὲ αὐτὴν ὀρθίαν, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 23, Φύλαρχ. 21· ἴδε τὰς λέξ. [[κυρβασία]], [[κίδαρις]], πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου 3. 3, 19, regium capitis insigne, quod caerulea fascia alto distincta circumibat, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13.
|lstext='''τιάρᾱ''': [ᾱ], ἡ, καὶ τιάρας, ου, Ἰωνικ. [[τιήρης]], εω, ὁ, (ὡς παρ’ Ἡροδ.)· - τὸ Περσικὸν τῆς κεφαλῆς [[κάλυμμα]], ὃ ἐφόρουν [[μάλιστα]] ἐν ἐπισήμοις περιστάσεσιν, Ἡρόδ. 1, 132., 3. 12 (ἴδε ἐν λέξ. [[πῖλος]]), 7. 61., 8. 120· ἔφερε δὲ αὐτὴν ὁ [[μέγας]] [[βασιλεύς]], Αἰσχυλ. Πέρσ. 661· ἐφόρει δὲ αὐτὴν ὀρθίαν, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 23, Φύλαρχ. 21· ἴδε τὰς λέξ. [[κυρβασία]], [[κίδαρις]], πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου 3. 3, 19, regium capitis insigne, quod caerulea fascia alto distincta circumibat, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />tiare, sorte de turban, en forme de cône, <i>coiffure des Perses</i> ; ὀρθὴ [[τιάρα]] XÉN tiare droite <i>ou</i> royale.<br /><i><b>Étym.</b> persan</i> tara.
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τίαρις]] και [[τιάρας]], -ου, και ιων. τ. [[τιήρης]], -εω, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) [[επίσημο]] υψηλό και συμπαγές [[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[σύμβολο]] θεών και της βασιλικής εξουσίας<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών Περσών στρατιωτών<br /><b>νεοελλ.</b><br />ημικυλινδρικό [[διάδημα]] που φορούν ως [[κόσμημα]] της κεφαλής οι γυναίκες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[μίτρα]] τών παπών της Ρώμης και τών ιεραρχών της αγγλικανικής Εκκλησίας<br /><b>μσν.</b><br />[[κουκούλα]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, [[κατά]] μία [[άποψη]] φρυγικής. Τη λ. δανίστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> <i>tiara</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῐάρᾱ:''' [ᾱρ], ἡ και τῐάρας, -ου, Ιων. —τῐήρης, -εω, ὁ· περσικό [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ηρόδ. το οποίο φορούσε ο [[μεγάλος]] [[βασιλιάς]], σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τιά¯ρᾱ, ἡ,<br />a [[tiara]], the Persian [[head]]-[[dress]], Hdt.; [[worn]] by the [[great]] [[king]], Aesch., Xen.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τιάρα''': {tiá̄ra}<br />'''Forms''': auch [[τιάρας]], ion. [[τιήρης]] m. (H. [[τιάρις]])<br />'''Grammar''': f.,<br />'''Meaning''': Bez. einer persischen Kopfbedeckung, [[Tiara]], [[Turban]] (Hdt., A., X. u.a.).<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[τιαροειδής]] ’τ.-ähnlich’ (X.), [[περιτιάρα]], -ριον [[runde Kopfbedeckung]] (Tz. mit Sch.).<br />'''Etymology''': Orientalisches Fremdwort unbekannten Ursprungs. Abgelehnte Deutungsversuche aus dem Idg. bei Bq. — Lat. LW ''tiāra'', ''tiārās''.<br />'''Page''' 2,896
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἡ (=ἐπίσημο [[κάλυμμα]] τοῦ κεφαλιοῦ πού τό φοροῦσαν οἱ Πέρσες). Ἡ προέλευσή της εἶναι Περσική.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐᾱ́ρᾱ Medium diacritics: τιάρα Low diacritics: τιάρα Capitals: ΤΙΑΡΑ
Transliteration A: tiára Transliteration B: tiara Transliteration C: tiara Beta Code: tia/ra

English (LSJ)

[ᾱρ], ἡ, and τιάρας, ου, Ion. τιήρης, εω, ὁ (as in Hdt.8.120):—tiara, the Persian headdress, esp. on solemn occasions, Hdt.1.132, 3.12 (v. πῖλος), 7.61, 8.120; worn by the great king, A. Pers.661 (lyr.); whose tiara was upright, X.An.2.5.23, Cyr.8.3.13, Phylarch.22J., Luc.Pisc.35.

German (Pape)

[Seite 1109] ἡ, bei Her. immer τιάρας od. τιήρης, ὁ, gleichbedeutend mit κυρβασία, κίδαρις, Poll. 7, 58, die Tiara, der Turban, die Kopfbedeckung der Perser, welche bes. bei feierlichen Gelegenheiten getragen zu sein scheint, vgl. Her. 1, 132. 2, 61. 8, 120, der auch 3, 12 πίλους τιάρας vrbdt, wo Strab. Ersteres durch πιλωτός erkl., Andere τιάρας als Apposition fassen; Aesch. βασιλείου τιήρας φάλαρον πιφαύσκων, Pers. 652; τὰς τιάρας Plat. Rep. VIII, 553 c; Xen. Cyr. 8, 3, 13 u. A.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tiare, sorte de turban, en forme de cône, coiffure des Perses ; ὀρθὴ τιάρα XÉN tiare droite ou royale.
Étym. persan tara.

Russian (Dvoretsky)

τιάρα: (ᾱρ) ἡ (перс.) тиара (головной убор персов, в форме усеченного конуса) Her., Aesch., Plat.: ὀρθὴ τ. Xen. прямая, т. е. царская тиара.

Greek (Liddell-Scott)

τιάρᾱ: [ᾱ], ἡ, καὶ τιάρας, ου, Ἰωνικ. τιήρης, εω, ὁ, (ὡς παρ’ Ἡροδ.)· - τὸ Περσικὸν τῆς κεφαλῆς κάλυμμα, ὃ ἐφόρουν μάλιστα ἐν ἐπισήμοις περιστάσεσιν, Ἡρόδ. 1, 132., 3. 12 (ἴδε ἐν λέξ. πῖλος), 7. 61., 8. 120· ἔφερε δὲ αὐτὴν ὁ μέγας βασιλεύς, Αἰσχυλ. Πέρσ. 661· ἐφόρει δὲ αὐτὴν ὀρθίαν, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 23, Φύλαρχ. 21· ἴδε τὰς λέξ. κυρβασία, κίδαρις, πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου 3. 3, 19, regium capitis insigne, quod caerulea fascia alto distincta circumibat, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, -ου, και ιων. τ. τιήρης, -εω, ὁ, Α
1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα της κεφαλής, σύμβολο θεών και της βασιλικής εξουσίας
2. κάλυμμα της κεφαλής τών Περσών στρατιωτών
νεοελλ.
ημικυλινδρικό διάδημα που φορούν ως κόσμημα της κεφαλής οι γυναίκες
νεοελλ.-μσν.
η μίτρα τών παπών της Ρώμης και τών ιεραρχών της αγγλικανικής Εκκλησίας
μσν.
κουκούλα μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, κατά μία άποψη φρυγικής. Τη λ. δανίστηκε η Λατινική, πρβλ. tiara].

Greek Monotonic

τῐάρᾱ: [ᾱρ], ἡ και τῐάρας, -ου, Ιων. —τῐήρης, -εω, ὁ· περσικό κάλυμμα κεφαλιού, σε Ηρόδ. το οποίο φορούσε ο μεγάλος βασιλιάς, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

τιά¯ρᾱ, ἡ,
a tiara, the Persian head-dress, Hdt.; worn by the great king, Aesch., Xen.

Frisk Etymology German

τιάρα: {tiá̄ra}
Forms: auch τιάρας, ion. τιήρης m. (H. τιάρις)
Grammar: f.,
Meaning: Bez. einer persischen Kopfbedeckung, Tiara, Turban (Hdt., A., X. u.a.).
Composita: Kompp., z.B. τιαροειδής ’τ.-ähnlich’ (X.), περιτιάρα, -ριον runde Kopfbedeckung (Tz. mit Sch.).
Etymology: Orientalisches Fremdwort unbekannten Ursprungs. Abgelehnte Deutungsversuche aus dem Idg. bei Bq. — Lat. LW tiāra, tiārās.
Page 2,896

Mantoulidis Etymological

ἡ (=ἐπίσημο κάλυμμα τοῦ κεφαλιοῦ πού τό φοροῦσαν οἱ Πέρσες). Ἡ προέλευσή της εἶναι Περσική.