ὑλακόμωρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylakomoros
|Transliteration C=ylakomoros
|Beta Code=u(lako/mwros
|Beta Code=u(lako/mwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">always barking, howling</b>, κύνες <span class="bibl">Od.14.29</span>, <span class="bibl">16.4</span>; μόθον ὑ. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>36.197</span>. (For the ending <b class="b3">-μωρος</b>, cf. <b class="b3">ἐγχεσίμωρος, ἰόμωροι, σινάμωρος</b>.) <b class="b3"> [ῡ</b> in dact. verse.]</span>
|Definition=ὑλακόμωρον, [[always barking]], [[howling]], κύνες Od.14.29, 16.4; μόθον ὑ. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 36.197. (For the ending -μωρος, cf. [[ἐγχεσίμωρος]], [[ἰόμωροι]], [[σινάμωρος]].) [ῡ in dact. verse.]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Ueber die Ableitung s. [[ἐγχεσίμωρος]]. – [Υ in der Vershebung lang.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Über die Ableitung s. [[ἐγχεσίμωρος]]. – [Υ in der Vershebung lang.]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui ne cesse d'aboyer]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακή]], [[μωρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «[[славный]]», «[[известный]]»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλᾰκόμωρος''': -ον, ὁ [[ὑλακτικός]], ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 ([[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
|lstext='''ὑλᾰκόμωρος''': -ον, ὁ [[ὑλακτικός]], ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 ([[ἔνθα]] ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui ne cesse d’aboyer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακή]], [[μωρός]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που διαρκώς γαβγίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλακή]] «[[γάβγισμα]]», τ. σχηματισμένος πιθ. [[χάριν]] αστεϊσμού [[κατά]] τα <i>ἐγχεσί</i>- <i>μωρο</i>, <i>ἰό</i>-<i>μωροι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑλᾰκό-μωρος, ον,<br />[[always]] barking, [[still]] howling or yelling, Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλᾰκόμωρος Medium diacritics: ὑλακόμωρος Low diacritics: υλακόμωρος Capitals: ΥΛΑΚΟΜΩΡΟΣ
Transliteration A: hylakómōros Transliteration B: hylakomōros Transliteration C: ylakomoros Beta Code: u(lako/mwros

English (LSJ)

ὑλακόμωρον, always barking, howling, κύνες Od.14.29, 16.4; μόθον ὑ. Nonn. D. 36.197. (For the ending -μωρος, cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωροι, σινάμωρος.) [ῡ in dact. verse.]

German (Pape)

[Seite 1176] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Über die Ableitung s. ἐγχεσίμωρος. – [Υ in der Vershebung lang.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cesse d'aboyer.
Étymologie: ὑλακή, μωρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑλᾰκόμωρος: (ῡ in arsi) ὑλακή + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλᾰκόμωρος: -ον, ὁ ὑλακτικός, ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 (ἔνθα ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που διαρκώς γαβγίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή «γάβγισμα», τ. σχηματισμένος πιθ. χάριν αστεϊσμού κατά τα ἐγχεσί- μωρο, ἰό-μωροι].

Greek Monotonic

ὑλᾰκόμωρος: -ον, αυτός που συνεχώς γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὑλᾰκό-μωρος, ον,
always barking, still howling or yelling, Od.