τρισσός: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(Bailly1_5) |
|||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trissos | |Transliteration C=trissos | ||
|Beta Code=trisso/s | |Beta Code=trisso/s | ||
|Definition= | |Definition=τρισσή, τρισσόν; Att. [[τριττός]] [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''782d, etc.; Ion. [[τριξός]] ([[quod vide|q.v.]]): ([[τρίς]]):—<br><span class="bld">A</span> [[threefold]], [[triune]] Hes.''Fr.''191, E.''Fr.''285.3, etc.; <b class="b3">τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν</b> (sed leg. [[τριῶν]]) θεῶν Id.''Tr.''924; πρᾶσις τ. γραφεῖσα ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1208.24 (iii A. D.):—Adv. [[τρισσῶς]] [[Theophrastus|Thphr.]] ap. D.H.''Lys.''14, [[LXX]] ''Pr.''22.20, al., ''AP'' 12.123.<br><span class="bld">II</span> in plural, = [[τρεῖς]], Pi.''P.''8.80, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''164 (lyr.), ''OC''479, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''645 (lyr.), [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 504a.<br><span class="bld">III</span> = [[τρίτος]], ''IG''12(2).129.8 (Mytil.).<br><span class="bld">IV</span> [[τρισσοί]], = [[shields]], misrendering of Hebr. [[šelātî]] through confusion with [[šālōš]] 'three', [[LXX]] ''4 Ki.''11.10.<br><span class="bld">V</span> literal rendering of Hebr. [[šālīš]] 'measure containing third part (of unknown unit)', Aq.''Is.''40.12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[triple]];<br /><b>2</b> <i>au plur.</i> trois ; <i>adv.</i> • τρισσά triplement.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]] ; cf. [[τριξός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=att. [[τριττός]], ion. [[τριξός]], Her., <i>[[dreifach]]</i>; Hes. frg. 38.2; νίκαις, Pind. <i>P</i>. 8.80; im plur. überhaupt = [[τρεῖς]], Her. 1.171, 8.85; Soph. <i>O.C</i>. 479, <i>O.R</i>. 168 und [[öfter]]; Eur.; und in [[Prosa]], τριτταὶ ἡδοναί Plat. <i>Rep</i>. IX.580d, τριττὰ εἴδη ψυχῆς διαστησάμενοι VI.504a, und [[öfter]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρισσός:''' позднеатт. [[τριττός]], ион. [[τριξός]] 3 троякий, тройной Hes., Eur.: τρισσοὶ προφάνητέ μοι Soph. явитесь втроем ко мне; τριττὰ εἴδη Plat. три вида. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισσός''': ή, όν· νεώτερ. Ἀττ. τριττὸς (Πλάτ. Νόμ. 782D)· Ἰων. τριξὸς (ὃ ἴδε), πρβλ. [[διξός]]· ([[τρίς]])· - τριπλοῦς, Λατ. triplex, Ἡσ. Ἀποσπ. 68. 2, Εὐρ. κλπ.· τρισσὸν [[ζεῦγος]] τρισσῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 924. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀνθ. Π. 12. 123, Διον. Ἁλ., κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = [[τρεῖς]], Πινδ. Π. 8. 115, Σοφ. Ο. Τ. 164, Ο. Κ. 479, Πλάτ. Πολ. 504Α, κλπ.· πρβλ. [[τριφάσιος]]. | |lstext='''τρισσός''': ή, όν· νεώτερ. Ἀττ. τριττὸς (Πλάτ. Νόμ. 782D)· Ἰων. τριξὸς (ὃ ἴδε), πρβλ. [[διξός]]· ([[τρίς]])· - τριπλοῦς, Λατ. triplex, Ἡσ. Ἀποσπ. 68. 2, Εὐρ. κλπ.· τρισσὸν [[ζεῦγος]] τρισσῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 924. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀνθ. Π. 12. 123, Διον. Ἁλ., κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = [[τρεῖς]], Πινδ. Π. 8. 115, Σοφ. Ο. Τ. 164, Ο. Κ. 479, Πλάτ. Πολ. 504Α, κλπ.· πρβλ. [[τριφάσιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=[[τρισσός]] threefold Ἥρας τ' [[ἀγῶν]] ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. [[τριττός]] και ιων. τ. [[τριξός]], Α<br />[[τριπλός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρισσά</i><br />κώδικες με [[τρεις]] στήλες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίτος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τρισσοί</i><br />ασπίδες<br /><b>4.</b> (στον πληθ. όλων τών γενών) [[τρεις]] («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρισσῶς</i> Α<br />[[τριπλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τρισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τρεις]], [[τρία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σσός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχjος</i> επίρρ. [[τρίχα]] (<b>πρβλ.</b> [[δισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχjος</i><span style="color: red;"><</span> [[δίχα]]). Ο τ. [[τριξός]]<br /><span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ξός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[τριχθά]] (<b>πρβλ.</b> [[διξός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> [[διχθά]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρισσός:''' Ιων. [[τριξός]], -ή, -όν ([[τρίς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τριπλός]], Λατ. [[triplex]], σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. <i>τρισσῶς</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[τρεῖς]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τρισσός]], ''Ionic'' [[τριξός]], ή, όν [[τρίς]]<br /><b class="num">I.</b> threefold, Lat. [[triplex]], Eur., etc.:—adv. -ῶς, Anth.<br /><b class="num">II.</b> in plural, = [[τρεῖς]], Pind., Soph., etc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 15 November 2024
English (LSJ)
τρισσή, τρισσόν; Att. τριττός Pl.Lg.782d, etc.; Ion. τριξός (q.v.): (τρίς):—
A threefold, triune Hes.Fr.191, E.Fr.285.3, etc.; τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν (sed leg. τριῶν) θεῶν Id.Tr.924; πρᾶσις τ. γραφεῖσα POxy.1208.24 (iii A. D.):—Adv. τρισσῶς Thphr. ap. D.H.Lys.14, LXX Pr.22.20, al., AP 12.123.
II in plural, = τρεῖς, Pi.P.8.80, S.OT164 (lyr.), OC479, E.Hec.645 (lyr.), Pl.R. 504a.
III = τρίτος, IG12(2).129.8 (Mytil.).
IV τρισσοί, = shields, misrendering of Hebr. šelātî through confusion with šālōš 'three', LXX 4 Ki.11.10.
V literal rendering of Hebr. šālīš 'measure containing third part (of unknown unit)', Aq.Is.40.12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 triple;
2 au plur. trois ; adv. • τρισσά triplement.
Étymologie: τρίς ; cf. τριξός.
German (Pape)
att. τριττός, ion. τριξός, Her., dreifach; Hes. frg. 38.2; νίκαις, Pind. P. 8.80; im plur. überhaupt = τρεῖς, Her. 1.171, 8.85; Soph. O.C. 479, O.R. 168 und öfter; Eur.; und in Prosa, τριτταὶ ἡδοναί Plat. Rep. IX.580d, τριττὰ εἴδη ψυχῆς διαστησάμενοι VI.504a, und öfter.
Russian (Dvoretsky)
τρισσός: позднеатт. τριττός, ион. τριξός 3 троякий, тройной Hes., Eur.: τρισσοὶ προφάνητέ μοι Soph. явитесь втроем ко мне; τριττὰ εἴδη Plat. три вида.
Greek (Liddell-Scott)
τρισσός: ή, όν· νεώτερ. Ἀττ. τριττὸς (Πλάτ. Νόμ. 782D)· Ἰων. τριξὸς (ὃ ἴδε), πρβλ. διξός· (τρίς)· - τριπλοῦς, Λατ. triplex, Ἡσ. Ἀποσπ. 68. 2, Εὐρ. κλπ.· τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 924. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀνθ. Π. 12. 123, Διον. Ἁλ., κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = τρεῖς, Πινδ. Π. 8. 115, Σοφ. Ο. Τ. 164, Ο. Κ. 479, Πλάτ. Πολ. 504Α, κλπ.· πρβλ. τριφάσιος.
English (Slater)
τρισσός threefold Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α
τριπλός
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά
κώδικες με τρεις στήλες
αρχ.
1. τρίτος
2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί
ασπίδες
4. (στον πληθ. όλων τών γενών) τρεις («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (Ευρ.).
επίρρ...
τρισσῶς Α
τριπλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρισσός < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία) + επίθημα -σσός μέσω ενός τ. τριχjος επίρρ. τρίχα (πρβλ. δισσός < διχjος< δίχα). Ο τ. τριξός
< τρι- + επίθημα -ξός μέσω ενός τ. τριχθjος < επίρρ. τριχθά (πρβλ. διξός < διχθjος < διχθά)].
Greek Monotonic
τρισσός: Ιων. τριξός, -ή, -όν (τρίς)·
I. τριπλός, Λατ. triplex, σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. τρισσῶς, σε Ανθ.
II. στον πληθ., τρεῖς, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
τρισσός, Ionic τριξός, ή, όν τρίς
I. threefold, Lat. triplex, Eur., etc.:—adv. -ῶς, Anth.
II. in plural, = τρεῖς, Pind., Soph., etc.