οἰακοστρόφος: Difference between revisions
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
(9) |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiakostrofos | |Transliteration C=oiakostrofos | ||
|Beta Code=oi)akostro/fos | |Beta Code=oi)akostro/fos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ, = [[οἰακονόμος]], Pi.''I.''4(3).71(89), A.''Th.''62, E.''Med.''523; ἀνάγκης οἰ. [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''515, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui dirige (<i>propr.</i> qui fait tourner) le gouvernail.<br />'''Étymologie:''' [[οἴαξ]], [[στρέφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰᾱκοστρόφος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[кормчий]] ([[νηός]], перен. ἀνάγκης Aesch.).<br />правящий кормовым веслом ([[κυβερνατήρ]] Pind.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''οἰᾱκοστρόφος''': ὁ, = [[οἰακονόμος]], Πινδ. Ι. 4. 121, Αἰσχύλ. Θήβ. 62, Εὐρ. Μήδ. 524· οἰακ. ἀνάγκης Αἰσχύλ. Πρ. 515, κλ. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[οἰακοστρόφος]] [[guiding]] the [[tiller]] met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ ''[[sc.]]'' of the [[trainer]] Orseas (I. 4.71) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[οἰακοστρόφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο [[πηδαλιούχος]], ο [[τιμονιέρης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, [[άξιος]] [[κυβερνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]], -<i>ακος</i> «[[τιμόνι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰακοστρόφος:''' ὁ ([[στρέφω]]), = [[οἰακονόμος]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οἰᾱκο-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]] = [[οἰακονόμος]], Aesch., Eur.] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[τιμονιέρης]]). Σύνθετο ἀπό τό [[οἴαξ]] (=[[πηδάλι]]) + [[στρέφω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό [[οἴαξ]]: [[οἰακίζω]] (=[[κυβερνῶ]]), [[οἰάκισις]], [[οἰάκισμα]], [[οἰακιστής]], [[οἰάκιον]] (ὑποκορ.), [[οἰακονόμος]] (=[[κυβερνήτης]]), οἰακοστροφῶ (=[[διευθύνω]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 7 February 2024
English (LSJ)
ὁ, = οἰακονόμος, Pi.I.4(3).71(89), A.Th.62, E.Med.523; ἀνάγκης οἰ. A.Pr.515, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dirige (propr. qui fait tourner) le gouvernail.
Étymologie: οἴαξ, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
οἰᾱκοστρόφος: II ὁ кормчий (νηός, перен. ἀνάγκης Aesch.).
правящий кормовым веслом (κυβερνατήρ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκοστρόφος: ὁ, = οἰακονόμος, Πινδ. Ι. 4. 121, Αἰσχύλ. Θήβ. 62, Εὐρ. Μήδ. 524· οἰακ. ἀνάγκης Αἰσχύλ. Πρ. 515, κλ.
English (Slater)
οἰακοστρόφος guiding the tiller met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the trainer Orseas (I. 4.71)
Greek Monolingual
ο (Α οἰακοστρόφος)
1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης
2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + -στροφός (< στρέφω)].
Greek Monotonic
οἰακοστρόφος: ὁ (στρέφω), = οἰακονόμος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
οἰᾱκο-στρόφος, ὁ, στρέφω = οἰακονόμος, Aesch., Eur.]
Mantoulidis Etymological
(=τιμονιέρης). Σύνθετο ἀπό τό οἴαξ (=πηδάλι) + στρέφω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό οἴαξ: οἰακίζω (=κυβερνῶ), οἰάκισις, οἰάκισμα, οἰακιστής, οἰάκιον (ὑποκορ.), οἰακονόμος (=κυβερνήτης), οἰακοστροφῶ (=διευθύνω).