ἱστοδόκη: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(Autenrieth) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=istodoki | |Transliteration C=istodoki | ||
|Beta Code=i(stodo/kh | |Beta Code=i(stodo/kh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[mast-holder]], a piece of wood standing up from the stern, on which the mast rested when let down, Il.1.434; glossed by ἱστο-θήκη, Sch.D adloc., ''EM''478.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1271.png Seite 1271]] ἡ, Behälter für den Mastbaum, das Lager, in welches der Mastbaum hineingelegt wird, wenn er heruntergelassen ist, ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες Il. 1, 434. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1271.png Seite 1271]] ἡ, Behälter für den Mastbaum, das Lager, in welches der Mastbaum hineingelegt wird, wenn er heruntergelassen ist, ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες Il. 1, 434. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[chevalet sur lequel on renverse le mât d'un vaisseau]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[δέχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱστοδόκη''': ἡ, [[ξύλον]] ἐξέχον κατὰ τὴν πρύμναν, ἐφ’ οὗ κατεβιβάζετο καὶ ἐστηρίζετο ὁ [[ἱστός]], ἱστόν δὲ ἱστοδόκῃ πέλασαν προπόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ἴδε Σχολ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει διὸ τοῦ ἱστοθήκη. | |lstext='''ἱστοδόκη''': ἡ, [[ξύλον]] ἐξέχον κατὰ τὴν πρύμναν, ἐφ’ οὗ κατεβιβάζετο καὶ ἐστηρίζετο ὁ [[ἱστός]], ἱστόν δὲ ἱστοδόκῃ πέλασαν προπόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ἴδε Σχολ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει διὸ τοῦ ἱστοθήκη. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[δέχομαι]]): [[mast]]-receiver, [[mast]]-[[crutch]], a [[saw]]-[[horse]] shaped [[support]] on the [[after]]-[[deck]] to [[receive]] the [[mast]] [[when]] lowered, Il. 1.434†. (Plate IV.) | |auten=([[δέχομαι]]): [[mast]]-receiver, [[mast]]-[[crutch]], a [[saw]]-[[horse]] shaped [[support]] on the [[after]]-[[deck]] to [[receive]] the [[mast]] [[when]] lowered, Il. 1.434†. (Plate IV.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἱστοδόκη]])<br />διχαλωτή [[υποδοχή]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου [[πάνω]] στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο [[ιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιστοπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>δουρο</i>-<i>δόκη κυμο</i>-<i>δόκη</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱστοδόκη:''' ἡ ([[δέχομαι]]), [[ξύλο]] που εξέχει στην [[πρύμνη]] και πάνω στο οποίο κατεβάζονταν και στηρίζονταν το [[κατάρτι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱστο-δόκη, ἡ, [[δέχομαι]]<br />the [[mast]]-[[crutch]], on [[which]] the [[mast]] rested [[when]] let [[down]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, mast-holder, a piece of wood standing up from the stern, on which the mast rested when let down, Il.1.434; glossed by ἱστο-θήκη, Sch.D adloc., EM478.30.
German (Pape)
[Seite 1271] ἡ, Behälter für den Mastbaum, das Lager, in welches der Mastbaum hineingelegt wird, wenn er heruntergelassen ist, ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες Il. 1, 434.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chevalet sur lequel on renverse le mât d'un vaisseau.
Étymologie: ἱστός, δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοδόκη: ἡ, ξύλον ἐξέχον κατὰ τὴν πρύμναν, ἐφ’ οὗ κατεβιβάζετο καὶ ἐστηρίζετο ὁ ἱστός, ἱστόν δὲ ἱστοδόκῃ πέλασαν προπόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ἴδε Σχολ., ὅστις ἑρμηνεύει διὸ τοῦ ἱστοθήκη.
English (Autenrieth)
(δέχομαι): mast-receiver, mast-crutch, a saw-horse shaped support on the after-deck to receive the mast when lowered, Il. 1.434†. (Plate IV.)
Greek Monolingual
η (Α ἱστοδόκη)
διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη του πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός
νεοελλ.
η ιστοπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο-δόκη κυμο-δόκη].
Greek Monotonic
ἱστοδόκη: ἡ (δέχομαι), ξύλο που εξέχει στην πρύμνη και πάνω στο οποίο κατεβάζονταν και στηρίζονταν το κατάρτι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἱστο-δόκη, ἡ, δέχομαι
the mast-crutch, on which the mast rested when let down, Il.