Ὀλύμπιος: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(slb) |
mNo edit summary |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=Ὀλῠ́μπῐος | ||
|Medium diacritics=Ὀλύμπιος | |Medium diacritics=Ὀλύμπιος | ||
|Low diacritics=Ολύμπιος | |Low diacritics=Ολύμπιος | ||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Olympios | |Transliteration B=Olympios | ||
|Transliteration C=Olympios | |Transliteration C=Olympios | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*)olu/mpios | ||
|Definition= | |Definition=Ὀλύμπιον, [[Olympian]], [[of Olympus]], [[dwelling on Olympus]], [[epithet]] of the gods above, Il.1.399, 20.47; οἱ Ὀ. Men.''Sam.''187; especially of [[Zeus]], who is called simply [[Ὀλύμπιος]] in Il.18.79, 22.130, al., Hes.''Op.''474, etc.; so Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος S.''Tr.''275: in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.2.15, ''IG'' 12.39.35, 22.112.7; [[μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον]] Ar.''Nu.''817; Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.3.14; ὁ Ὀλύμπιος Ζεύς [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 583b; τοι Δι Ὀλυνπιοι ''SIG''9.6 (Elis, vi B. C.); Ὀλύμπιος ἀστήρ Opp.''H.''4.315; ἕδρη ''IG''9(1).882.1 (Corc.): applied by Com. to Pericles, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''530, cf. Cratin.71, Telecl.17; also <b class="b3">Ὀλύμπια δώματα</b> the [[mansion]]s [[of Olympus]], Il.1.18, al., Hes.''Th.''75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />[[de l'Olympe]], [[Olympien]] <i>ou</i> [[d'Olympie]], [[Olympique]] ; ὁ Ὁλύμπιος l'[[Olympien]], <i>càd</i> [[Zeus]].<br />'''Étymologie:''' [[Ὄλυμπος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ὀλύμπιος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[олимпиец]], т. е. (преимущ.) [[Зевс]].<br />[[олимпийский]] ([[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]] Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; [[μὰ τὸν Δία]] τὸν [[Ὀλύμπιον]]! Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὀλύμπιος''': -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, [[μάλιστα]] τοῦ Διὸς [[ὅστις]] καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] [[Ὀλύμπιος]] ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, [[Ζεὺς]] πατὴρ | |lstext='''Ὀλύμπιος''': -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, [[μάλιστα]] τοῦ Διὸς [[ὅστις]] καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] [[Ὀλύμπιος]] ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλύμπιος Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ἀριστοφ. Νεφ. 817· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· [[ἕδρη]] Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=Olympian, [[dwelling]] on [[Olympus]], | |auten=Olympian, [[dwelling]] on [[Olympus]], [[epithet]] of the gods and [[their]] homes, and as subst. = [[Zeus]], the Olympian. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Ὀλύμπιος]] (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, - | |sltr=[[Ὀλύμπιος]] (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.) <br /> <b>a</b> of Olympos <br /> <b>I</b> [[epithet]] of [[Zeus]]. [[Ὀλύμπιος]] ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου [[Διός]] (Pae. 6.1) <br /> <b>b</b> pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, [[ἐπί]] τε κλυτὰν πέμπετε [[χάριν]], θεοί fr. 75. 1. ὦ [[μάκαρ]], ὅν τε μεγάλας θεοῦ [[κύνα]] παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.<br /> <b>b</b><br /> <b>I</b> of ([[Zeus]] of) [[Olympia]] βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101) <br /> <b>II</b> [[epithet]] of [[Zeus]] of [[Olympia]]. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς [[ἄλσος]] (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν [[κάτα]] σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8) <br /> <b>c</b> Olympian, of games held [[either]] in [[Athens]] or [[Cyrene]]. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ὀλύμπιος:''' -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο [[κάτοικος]] του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται [[απλώς]] [[Ὀλύμπιος]], στον Όμηρ.· [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]], σε Σοφ.· ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ [[Ὀλύμπιος]], σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Ὀλύμπιος]], ον,<br />Olympian, of [[Olympus]], [[dwelling]] on [[Olympus]], Hom., etc.; [[Zeus]] is called [[simple]] [[Ὀλύμπιος]] in Hom.; [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὁ Ὀλ. Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[Olympian]]=== | ||
Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: [[olympien]]; Georgian: ოლიმპიური; German: [[olympisch]]; Greek: [[ολύμπιος]]; Ancient Greek: [[Ὀλύμπιος]]; Irish: Oilimpeach; Italian: [[olimpiaco]], [[olimpico]], [[olimpio]]; Latin: [[Olympius]]; Portuguese: [[olímpico]]; Romanian: olimpian; Russian: [[олимпийский]]; Spanish: [[olímpico]]; Swedish: olympisk | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:39, 25 June 2024
English (LSJ)
Ὀλύμπιον, Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epithet of the gods above, Il.1.399, 20.47; οἱ Ὀ. Men.Sam.187; especially of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc.; so Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος S.Tr.275: in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ar.Nu.817; Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Th.3.14; ὁ Ὀλύμπιος Ζεύς Pl.R. 583b; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.); Ὀλύμπιος ἀστήρ Opp.H.4.315; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.): applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17; also Ὀλύμπια δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de l'Olympe, Olympien ou d'Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l'Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλύμπιος: II ὁ олимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.
олимпийский (Ζεὺς πατήρ Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον! Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.
English (Autenrieth)
Olympian, dwelling on Olympus, epithet of the gods and their homes, and as subst. = Zeus, the Olympian.
English (Slater)
Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)
a of Olympos
I epithet of Zeus. Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου Διός (Pae. 6.1)
b pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.
b
I of (Zeus of) Olympia βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101)
II epithet of Zeus of Olympia. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8)
c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101)
Greek Monotonic
Ὀλύμπιος: -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο κάτοικος του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται απλώς Ὀλύμπιος, στον Όμηρ.· Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος, σε Σοφ.· ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλύμπιος, σε Θουκ.
Middle Liddell
Ὀλύμπιος, ον,
Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.
Translations
Olympian
Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: olympien; Georgian: ოლიმპიური; German: olympisch; Greek: ολύμπιος; Ancient Greek: Ὀλύμπιος; Irish: Oilimpeach; Italian: olimpiaco, olimpico, olimpio; Latin: Olympius; Portuguese: olímpico; Romanian: olimpian; Russian: олимпийский; Spanish: olímpico; Swedish: olympisk