πίεσμα: Difference between revisions
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
(10) |
mNo edit summary |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πῐ́εσμα | ||
|Medium diacritics=πίεσμα | |Medium diacritics=πίεσμα | ||
|Low diacritics=πίεσμα | |Low diacritics=πίεσμα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piesma | |Transliteration C=piesma | ||
|Beta Code=pi/esma | |Beta Code=pi/esma | ||
|Definition=ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό, < | |Definition=-ατος, Dor. and later Gr. [[πίασμα]], τό,<br><span class="bld">A</span> [[anything pressed]]:<br><span class="bld">1</span> [[pulpy mass left after pressing]], [[pomace]], μυροβαλάνου Gal.10.911, ''Gp.''20.28: pl., of [[cakes]] of [[olive]]-[[pulp]], ''PSI''9.1030.11 (ii A. D., in form [[πιάσματα]]).<br><span class="bld">2</span> [[juice pressed out]], Dsc.1.78.<br><span class="bld">II</span> = [[πίεσις]], δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 ([[πιάσματι]] codd.Ath.), cf.''AP''12.41 (Mel.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] τό, 1) das [[Gedrückte]], [[Gepreßte]], sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = [[πίεσις]], Mel. 49 (XII, 41). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I. 1</b> ce qu'on presse, masse pressée;<br /><b>2</b> [[jus]] <i>ou</i> suc exprimé;<br /><b>II.</b> [[pression]].<br />'''Étymologie:''' [[πιέζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πίεσμα -ατος, τό [πιέζω] [[het drukken]], [[indruk]]; seks. [[het neuken]]. AP 12.41.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίεσμα:''' ατος τό [[давление]] Anth. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πίασμα]] Α [[πιέζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της πίεσης, [[καθετί]] που προέρχεται από [[πίεση]], [[κάθε]] πεπιεσμένο («[[πίεσμα]] μυροβαλάνου» — η [[μάζα]] του μυροβαλάνου που απομένει [[μετά]] τη σύνθλιψή του, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[άλλος]] [[τύπος]] του όρου της βυζαντινής μουσικής [[πίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πιέσματα</i><br />πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που προέρχεται από [[πίεση]] ή [[σύνθλιψη]]<br /><b>3.</b> η [[πίεση]] («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πίεσμα:''' -ατος, τό ([[πιέζω]]), [[πίεση]], [[συμπίεση]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πίεσμα''': Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. [[πίασμα]], τό, ([[πιέζω]]) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ [[μᾶζα]] ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων [[χυμός]], Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = [[πίεσις]], δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πίεσμα]], ατος, τό, [[πιέζω]]<br />[[pressure]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 17 November 2024
English (LSJ)
-ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό,
A anything pressed:
1 pulpy mass left after pressing, pomace, μυροβαλάνου Gal.10.911, Gp.20.28: pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα).
2 juice pressed out, Dsc.1.78.
II = πίεσις, δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 (πιάσματι codd.Ath.), cf.AP12.41 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 613] τό, 1) das Gedrückte, Gepreßte, sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = πίεσις, Mel. 49 (XII, 41).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. 1 ce qu'on presse, masse pressée;
2 jus ou suc exprimé;
II. pression.
Étymologie: πιέζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίεσμα -ατος, τό [πιέζω] het drukken, indruk; seks. het neuken. AP 12.41.3.
Russian (Dvoretsky)
πίεσμα: ατος τό давление Anth.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α πιέζω
το αποτέλεσμα της πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» — η μάζα του μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.)
νεοελλ.-μσν.
άλλος τύπος του όρου της βυζαντινής μουσικής πίασμα
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ πιέσματα
πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές
2. το υγρό που προέρχεται από πίεση ή σύνθλιψη
3. η πίεση («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).
Greek Monotonic
πίεσμα: -ατος, τό (πιέζω), πίεση, συμπίεση, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πίεσμα: Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. πίασμα, τό, (πιέζω) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ μᾶζα ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων χυμός, Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = πίεσις, δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.