ἀνδραποδώδης: Difference between revisions
(2) |
mNo edit summary |
||
(36 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=andrapododis | |Transliteration C=andrapododis | ||
|Beta Code=a)ndrapodw/dhs | |Beta Code=a)ndrapodw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀνδραποδῶδες, [[slavish]], [[servile]], [[abject]], opp. [[ἐλευθέριος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1128a21; [[ἀρετή]] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 69b; [[ἄγροικος]] καὶ [[ἀνελεύθερος]].. ἀ. τε Id.''Lg.''880a, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.2.22; [[θηριώδης]] καὶ ἀνδραποδώδης [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 430b, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1118a25; τεχνιτεῖαι Epicur.''Ep.''2p.40U.; ἀνδραποδώδης [[θρίξ]] = [[short]] [[coarse]] [[hair]] like that of [[slave]]s, hence metaph., ἔτι τὴν ἀνδραποδώδην τρίχα ἔχοντες ἐν τῆ ψυχῆ Pl.''Alc.''1.120b. Adv. [[ἀνδραποδωδῶς]] = [[basely]] Id.''Smp.''215e. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[propio de un esclavo]], [[servil]], [[ἀρετή]] Pl.<i>Phd</i>.69b, διὸ καὶ [[δικαίως]] ἀνδραποδώδεις κέκληνται Pl.<i>Phdr</i>.258e, ἀνδραποδώδεις καὶ θηριώδεις (ἡδοναὶ) Arist.<i>EN</i> 1118<sup>a</sup>25, cf. Plu.2.5b, τὰς ἀ. ἀστρολόγων [[τεχνιτεία]]ς Epicur.<i>Ep</i>.[3] 93, cf. X.<i>Mem</i>.4.2.22, <i>Hier</i>.5.2, Ph.2.268, 2.352, Luc.<i>Merc.Cond</i>.8, <i>DMort</i>.24.3, Philostr.<i>VA</i> 8.7.12<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀνδραποδώδης = [[el hombre servil]] καὶ ὁ πρᾶος μέσος τοῦ χαλεποῦ καὶ τοῦ ἀνδοαποδώδους Arist.<i>EE</i> 1231<sup>b</sup>26, καὶ ἡ ἐλευθερίου παιδία διαφέρει τῆς τοῦ ἀνδραποδώδους Arist.<i>EN</i> 1128<sup>a</sup>21.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀνδραποδωδῶς]] = [[servilmente]] Pl.<i>Smp</i>.215e, Luc.<i>Bis Acc</i>.20. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ες, [[knechtisch]], bes. von knechtischer Gesinnung, im <span class="ggns">Gegensatz</span> des [[ἐλεύθερος]]; mit [[ἄγροικος]] u. [[ἀνελεύθερος]] vrbdn Plat. Legg. IX, 880 a; ἀνδ. καὶ [[ἀχάριστος]] [[ἡδονή]] Ep. VII, 335 c; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 22; Arist. Rhet. 2, 11; superl. Plat. Ep. 2, 311 c; [[θρίξ]], das kurz geschorene Haar der Sklaven, VLL.; Plat. überträgt dies auf unfreies Wesen, ἐν τῇ ψυχῇ ἔχεις [[τρίχα]] ἀνδ., Alc. I, 120 b. – Adv., [[ἀνδραποδωδῶς]] διακεῖσθαι Plat. Conv. 215 e; Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[d'esclave]];<br /><b>2</b> [[servile]], [[digne d'un esclave]], [[grossier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδράποδον]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδρᾰποδώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[присвоенный рабам]], [[рабский]], [[невольничий]] ([[θρίξ]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[свойственный рабам]], [[низменный]] ([[ἀρετή]] Plat.; ἡδοναί Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[раболепный]] ([[πλῆθος]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνδρᾰποδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[δουλικός]], [[δουλοπρεπής]], [[ποταπός]], ἀντίθ. τῷ [[ἐλευθέριος]]. (Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 5), [[ἀρετὴ]] Πλάτ. Φαίδων 69B· [[ἄγροικος]] ... καὶ ἀνδρ. ὁ αὐτ. Νόμ. 880· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 2. 22· [[θηριώδης]] καὶ ἀνδρ. Πλάτ. Πολ. 430Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 8., 11, 3, κτλ., ἀνδρ. [[θρίξ]], βραχεῖα καὶ ἠμελημένη [[κόμη]], οἵα ἡ τῶν ἀνδραπόδων, [[ἐντεῦθεν]] μεταφ., ἔτι τὴν ἀνδρ. [[τρίχα]] ἐν τῇ ψυχῇ ἔχοντες Πλάτ. Ἀλκ. 1. 120B. -Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ. Συμπ. 215E. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνδραποδώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με ανδράποδο, [[ταιριαστός]] σε ανδράποδα, [[δουλικός]], [[ευτελής]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[δουλικός]], [[υπηρετικός]], [[δουλοπρεπής]], [[ποταπός]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:42, 21 June 2024
English (LSJ)
ἀνδραποδῶδες, slavish, servile, abject, opp. ἐλευθέριος, Arist.EN1128a21; ἀρετή Pl.Phd. 69b; ἄγροικος καὶ ἀνελεύθερος.. ἀ. τε Id.Lg.880a, cf. X.Mem.4.2.22; θηριώδης καὶ ἀνδραποδώδης Pl.R. 430b, cf. Arist.EN1118a25; τεχνιτεῖαι Epicur.Ep.2p.40U.; ἀνδραποδώδης θρίξ = short coarse hair like that of slaves, hence metaph., ἔτι τὴν ἀνδραποδώδην τρίχα ἔχοντες ἐν τῆ ψυχῆ Pl.Alc.1.120b. Adv. ἀνδραποδωδῶς = basely Id.Smp.215e.
Spanish (DGE)
-ες
1 propio de un esclavo, servil, ἀρετή Pl.Phd.69b, διὸ καὶ δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Pl.Phdr.258e, ἀνδραποδώδεις καὶ θηριώδεις (ἡδοναὶ) Arist.EN 1118a25, cf. Plu.2.5b, τὰς ἀ. ἀστρολόγων τεχνιτείας Epicur.Ep.[3] 93, cf. X.Mem.4.2.22, Hier.5.2, Ph.2.268, 2.352, Luc.Merc.Cond.8, DMort.24.3, Philostr.VA 8.7.12
•subst. ὁ ἀνδραποδώδης = el hombre servil καὶ ὁ πρᾶος μέσος τοῦ χαλεποῦ καὶ τοῦ ἀνδοαποδώδους Arist.EE 1231b26, καὶ ἡ ἐλευθερίου παιδία διαφέρει τῆς τοῦ ἀνδραποδώδους Arist.EN 1128a21.
2 adv. ἀνδραποδωδῶς = servilmente Pl.Smp.215e, Luc.Bis Acc.20.
German (Pape)
[Seite 217] ες, knechtisch, bes. von knechtischer Gesinnung, im Gegensatz des ἐλεύθερος; mit ἄγροικος u. ἀνελεύθερος vrbdn Plat. Legg. IX, 880 a; ἀνδ. καὶ ἀχάριστος ἡδονή Ep. VII, 335 c; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 22; Arist. Rhet. 2, 11; superl. Plat. Ep. 2, 311 c; θρίξ, das kurz geschorene Haar der Sklaven, VLL.; Plat. überträgt dies auf unfreies Wesen, ἐν τῇ ψυχῇ ἔχεις τρίχα ἀνδ., Alc. I, 120 b. – Adv., ἀνδραποδωδῶς διακεῖσθαι Plat. Conv. 215 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 d'esclave;
2 servile, digne d'un esclave, grossier.
Étymologie: ἀνδράποδον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰποδώδης:
1 присвоенный рабам, рабский, невольничий (θρίξ Plat.);
2 перен. свойственный рабам, низменный (ἀρετή Plat.; ἡδοναί Arst.);
3 раболепный (πλῆθος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰποδώδης: -ες, (εἶδος) δουλικός, δουλοπρεπής, ποταπός, ἀντίθ. τῷ ἐλευθέριος. (Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 5), ἀρετὴ Πλάτ. Φαίδων 69B· ἄγροικος ... καὶ ἀνδρ. ὁ αὐτ. Νόμ. 880· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 2. 22· θηριώδης καὶ ἀνδρ. Πλάτ. Πολ. 430Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 8., 11, 3, κτλ., ἀνδρ. θρίξ, βραχεῖα καὶ ἠμελημένη κόμη, οἵα ἡ τῶν ἀνδραπόδων, ἐντεῦθεν μεταφ., ἔτι τὴν ἀνδρ. τρίχα ἐν τῇ ψυχῇ ἔχοντες Πλάτ. Ἀλκ. 1. 120B. -Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ. Συμπ. 215E.
Greek Monolingual
ἀνδραποδώδης, -ες (Α)
όμοιος με ανδράποδο, ταιριαστός σε ανδράποδα, δουλικός, ευτελής.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰποδώδης: -ες (εἶδος), δουλικός, υπηρετικός, δουλοπρεπής, ποταπός, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. -δῶς, σε Πλάτ.