πολύϊδρις: Difference between revisions Search Google

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(10)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyidris
|Transliteration C=polyidris
|Beta Code=polu/i+dris
|Beta Code=polu/i+dris
|Definition=Ion. gen. ιος, Att. εως, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of much knowledge, wisdom</b>, <span class="bibl">Od.15.459</span>, <span class="bibl">23.82</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>616</span>, Alc.<span class="title">Supp.</span>7.7, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1068</span> (hex.); σίττη <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616b24</span>, etc.; dat. πολυΐδριδι Sapph. 166.</span>
|Definition=Ion. gen. -ιος, Att. [[εως]], ὁ, ἡ, [[of much knowledge]], [[wisdom]], Od.15.459, 23.82, Hes.''Th.''616, Alc.''Supp.''7.7, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1068 (hex.); σίττη [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''616b24, etc.; dat. πολυΐδριδι Sapph. 166.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0663.png Seite 663]] ιος, att. εως, viel wissend, viel kundig, klug, [[listig]]; Od. 15, 459. 23, 82; Hes. Th. 616; Sappho in E. M. hat auch den dat. πολυΐδριδι.
}}
{{bailly
|btext=ιος, ion. εως (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> [[celle qui sait beaucoup]], [[prudent]], [[habile]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], εἴδω.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύϊδρις -εως &#91;[[πολύς]], [[ἴδρις]]] Ion. gen. -ιος, Aeol. dat. πολυΐδριδι, veel wetend, slim:. ἤλυθ’ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρός er kwam een slimme man naar het paleis van mijn vader Od. 15.459.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύϊδρις:''' εως, ион. ιος, эол. ιδος adj. многознающий, многоопытный Hom., Hes., Arph., Arst.
}}
{{ls
|lstext='''πολύϊδρις''': Ἰων. γεν. ιος, Ἀττ. εως, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ εἰδώς, [[πολυειδήμων]], [[πολύπειρος]], Ὀδ. Ο. 459, Ψ. 82, Ἡσ. Θεογ. 616, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· ― δοτ. πολυΐδριδι Σαπφὼ 158.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, και ιων. τ. [[πολυΐδριος]] -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολυΐδμων]]<br /><b>2.</b> πολύ [[συνετός]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πανούργος]] («καὶ λέγεται [[φαρμακεία]] [[εἶναι]], διὰ τὸ [[πολύϊδρις]] [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴδρις]] «[[γνώστης]]» (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]]), [[πρβλ]]. [[αΐδρις]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύϊδρις:''' Ιων. γεν. <i>-ιος</i>, Αττ. <i>-εως</i>, ὁ, ἡ ([[εἰδέναι]]), αυτός που έχει πολλές γνώσεις, [[μεγάλη]] [[σοφία]] και [[εξυπνάδα]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊδρις Medium diacritics: πολύϊδρις Low diacritics: πολύϊδρις Capitals: ΠΟΛΥΪΔΡΙΣ
Transliteration A: polýïdris Transliteration B: poluidris Transliteration C: polyidris Beta Code: polu/i+dris

English (LSJ)

Ion. gen. -ιος, Att. εως, ὁ, ἡ, of much knowledge, wisdom, Od.15.459, 23.82, Hes.Th.616, Alc.Supp.7.7, Ar.Eq.1068 (hex.); σίττη Arist.HA616b24, etc.; dat. πολυΐδριδι Sapph. 166.

German (Pape)

[Seite 663] ιος, att. εως, viel wissend, viel kundig, klug, listig; Od. 15, 459. 23, 82; Hes. Th. 616; Sappho in E. M. hat auch den dat. πολυΐδριδι.

French (Bailly abrégé)

ιος, ion. εως (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui sait beaucoup, prudent, habile.
Étymologie: πολύς, εἴδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύϊδρις -εως [πολύς, ἴδρις] Ion. gen. -ιος, Aeol. dat. πολυΐδριδι, veel wetend, slim:. ἤλυθ’ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρός er kwam een slimme man naar het paleis van mijn vader Od. 15.459.

Russian (Dvoretsky)

πολύϊδρις: εως, ион. ιος, эол. ιδος adj. многознающий, многоопытный Hom., Hes., Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊδρις: Ἰων. γεν. ιος, Ἀττ. εως, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ εἰδώς, πολυειδήμων, πολύπειρος, Ὀδ. Ο. 459, Ψ. 82, Ἡσ. Θεογ. 616, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· ― δοτ. πολυΐδριδι Σαπφὼ 158.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος -ον, Α
1. πολυΐδμων
2. πολύ συνετός
3. (κατ' επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. αΐδρις].

Greek Monotonic

πολύϊδρις: Ιων. γεν. -ιος, Αττ. -εως, ὁ, ἡ (εἰδέναι), αυτός που έχει πολλές γνώσεις, μεγάλη σοφία και εξυπνάδα, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.