πραγματοδίφης: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(10)
 
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πραγμᾰτοδίφης
|Full diacritics=πραγμᾰτοδῑ́φης
|Medium diacritics=πραγματοδίφης
|Medium diacritics=πραγματοδίφης
|Low diacritics=πραγματοδίφης
|Low diacritics=πραγματοδίφης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pragmatodifis
|Transliteration C=pragmatodifis
|Beta Code=pragmatodi/fhs
|Beta Code=pragmatodi/fhs
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who hunts after lawsuits, pettifogger</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1424</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, one who [[hunt]]s after [[lawsuit]]s, [[pettifogger]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1424.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[chercheur d'affaire]], [[chicaneur]].<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], [[διφάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πραγματοδίφης -ου, ὁ &#91;[[πρᾶγμα]], [[διφάω]]] [[iemand die op processen uit is]].
}}
{{elru
|elrutext='''πραγμᾰτοδίφης:''' ου (ῑ) ὁ [[кляузник]], [[крючкотвор]] Arph.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ [[κλητήρ]] εἰμι νησιώτικος... καὶ [[πραγματοδίφης]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διφῶ</i> «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»), [[πρβλ]]. [[αστροδίφης]], [[ιστοριοδίφης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πραγμᾰτοδίφης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[διφάω]]), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, [[δικολάβος]], σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''πραγμᾰτοδίφης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, [[δικολόγος]], Ἀριστ. Ὄρν. 1424.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πραγμᾰτο-δῑ́φης, ου, ὁ, [[διφάω]]<br />one who hunts [[after]] lawsuits, a [[pettifogger]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 06:58, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτοδῑ́φης Medium diacritics: πραγματοδίφης Low diacritics: πραγματοδίφης Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: pragmatodíphēs Transliteration B: pragmatodiphēs Transliteration C: pragmatodifis Beta Code: pragmatodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chercheur d'affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτοδίφης: ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης].

Greek Monotonic

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.

Middle Liddell

πραγμᾰτο-δῑ́φης, ου, ὁ, διφάω
one who hunts after lawsuits, a pettifogger, Ar.