δακτυλικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(big3_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daktylikos
|Transliteration C=daktylikos
|Beta Code=daktuliko/s
|Beta Code=daktuliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for the finger</b>: <b class="b3">αὐλὸς δ</b>. a flute <b class="b2">played with the fingers</b>, <span class="bibl">Ath.4.176f</span>; <b class="b3">δ. ψῆφος</b> a stone <b class="b2">for calcuiating</b>, AP11.290 (Pall.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">for the anus</b>, ἔμπλαστρος Orib.<span class="title">Fr.</span>83, <span class="bibl">Cass.Fel.74</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">dactylic</b>, ῥυθμός Longin.39.4, <span class="bibl">Heph.4</span>. Adv. -κῶς, ποδίζεσθαι <span class="bibl">Eust.11.25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[δακτυλιαῖος]], [[διάστημα]] Theo Sm.<span class="bibl">p.125</span> H.</span>
|Definition=δακτυλική, δακτυλικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for the [[finger]]: <b class="b3">αὐλὸς δ.</b> a flute [[played with the fingers]], Ath.4.176f; <b class="b3">δ. ψῆφος</b> a stone [[for calcuiating]], AP11.290 (Pall.).<br><span class="bld">2</span> [[for the anus]], ἔμπλαστρος Orib.''Fr.''83, Cass.Fel.74.<br><span class="bld">II</span> [[dactylic]], ῥυθμός Longin.39.4, Heph.4. Adv. [[δακτυλικῶς]], ποδίζεσθαι Eust.11.25.<br><span class="bld">III</span> = [[δακτυλιαῖος]], [[διάστημα]] Theo Sm.p.125 H.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δακτῠλῐκός) -ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mús. [[digital]], [[que se tañe con los dedos]] de instrumentos αὐλοί Ath.176f, Poll.4.82, τῶν ψιλῶν κιθαριστῶν ὄργανον, ὃ καὶ Πυθικὸν ὀνομάζεται, δακτυλικόν τινες κεκλήκασιν Poll.4.66<br /><b class="num"></b>gener. [[que se maneja con los dedos]] ψῆφος <i>AP</i> 11.290 (Pall.).<br /><b class="num">2</b> [[que tiene el tamaño de un dedo]] [[διάστημα]] Theo Sm.125.<br /><b class="num">3</b> subst. ἡ δ. (<i>[[sc.]]</i> [[ἔμπλαστος]]) medic. [[emplasto anal]] de un remedio para fístulas, Orib.<i>Ec</i>.82.7, <i>alia (cataplasma) quae apellatur a Graecis dactylice</i> Cass.Fel.74.<br /><b class="num">4</b> métr. [[dactílico]], [[dactylicus numerus hexametrorum]] Cic.<i>Orat</i>.191, cf. Heph.4.1, Diom.521.19, ῥυθμοί Longin.39.4, Anon.Bellerm.15, Quint.<i>Inst</i>.9.4.46, τῶν δὲ ποδικῶν γενῶν πρῶτόν ἐστι διὰ τὴν ἰσότητα τὸ δακτυλικόν Aristid.Quint.35.4, cf. 45.31, τὰ διὰ τοῦ -ιον (ὀνόματα) οὐδέτερα μονογενῆ, εἰ μὲν ὦσι δακτυλικά <i>EM</i> 451.17G.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ δὲ δακτυλικὰ πρὸ μιᾶς ἔχει τὸν τόνον <i>EM</i> 520.25G.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς métr. [[en dáctilos]] δ. ποδίζεται Eust.11.24, cf. 1650.46.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] 1) für die Finger bestimmt, [[ὄργανον]], ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; [[ψῆφος]], der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, [[ῥυθμός]] Longin.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] 1) für die Finger bestimmt, [[ὄργανον]], ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; [[ψῆφος]], der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, [[ῥυθμός]] Longin.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> dont on joue avec les doigts (instrument de musique, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qu'on porte au doigt (pierre précieuse dans un anneau);<br /><b>3</b> [[composé de dactyles]] ; δακτυλικὸν [[μέτρον]] vers dactylique.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δακτυλικός -ή -όν [δάκτυλος] [[met de vingers bediend]].
}}
{{elru
|elrutext='''δακτῠλικός:''' 3<br /><b class="num">1</b> [[вставленный в перстень]] ([[ψῆφος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> стих. [[дактилический]] ([[μέτρον]]).
}}
{{grml
|mltxt=και δαχτυλικός, -ή, -ό (AM [[δακτυλικός]], -ή, -όν) [[δάκτυλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει [[σχέση]] μ' αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» — αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα)<br /><b>2.</b> (στο [[μέτρο]]) [[στίχος]] που αποτελείται από έξι δακτύλους («δακτυλικό εξάμετρο», «[[δακτυλικός]] [[στίχος]]», «τῶν δακτυλικῶν ῥυθμῶν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δακτυλιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δακτυλικὴ [[ψῆφος]]» — [[πετράδι]] σε [[δαχτυλίδι]]<br />β) «δακτυλικὸν [[ἔμπλαστρον]]» — [[έμπλαστρο]] για τον δακτύλιο του πρωκτού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δακτῠλικός:''' -ή, -όν ([[δακτύλιος]]), ο τοποθετημένος σε δακτύλιο, αυτός που αποτελείται από δακτύλους (πόδες), σε Ανθ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δακτῠλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. [[ψῆφος]], [[λίθος]] ἐντεθειμένος εἰς [[δακτύλιον]], Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ [[δακτυλικός]], ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.
|lstext='''δακτῠλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. [[ψῆφος]], [[λίθος]] ἐντεθειμένος εἰς [[δακτύλιον]], Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ [[δακτυλικός]], ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> dont on joue avec les doigts (instrument de musique, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qu’on porte au doigt (pierre précieuse dans un anneau);<br /><b>3</b> composé de dactyles ; δακτυλικὸν [[μέτρον]] vers dactylique.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]].
|mdlsjtxt=[[δακτύλιος]]<br />set in a [[ring]], Anth.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δακτῠλῐκός) -ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mús. [[digital]], [[que se tañe con los dedos]] de instrumentos αὐλοί Ath.176f, Poll.4.82, τῶν ψιλῶν κιθαριστῶν ὄργανον, ὃ καὶ Πυθικὸν ὀνομάζεται, δακτυλικόν τινες κεκλήκασιν Poll.4.66<br /><b class="num">•</b>gener. [[que se maneja con los dedos]] ψῆφος <i>AP</i> 11.290 (Pall.).<br /><b class="num">2</b> [[que tiene el tamaño de un dedo]] [[διάστημα]] Theo Sm.125.<br /><b class="num">3</b> subst. ἡ δ. (<i>sc</i>. [[ἔμπλαστος]]) medic. [[emplasto anal]] de un remedio para fístulas, Orib.<i>Ec</i>.82.7, <i>alia (cataplasma) quae apellatur a Graecis dactylice</i> Cass.Fel.74.<br /><b class="num">4</b> métr. [[dactílico]], [[dactylicus numerus hexametrorum]] Cic.<i>Orat</i>.191, cf. Heph.4.1, Diom.521.19, ῥυθμοί Longin.39.4, Anon.Bellerm.15, Quint.<i>Inst</i>.9.4.46, τῶν δὲ ποδικῶν γενῶν πρῶτόν ἐστι διὰ τὴν ἰσότητα τὸ δακτυλικόν Aristid.Quint.35.4, cf. 45.31, τὰ διὰ τοῦ -ιον (ὀνόματα) οὐδέτερα μονογενῆ, εἰ μὲν ὦσι δακτυλικά <i>EM</i> 451.17G.<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ δὲ δακτυλικὰ πρὸ μιᾶς ἔχει τὸν τόνον <i>EM</i> 520.25G.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς métr. [[en dáctilos]] δ. ποδίζεται Eust.11.24, cf. 1650.46.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλικός Medium diacritics: δακτυλικός Low diacritics: δακτυλικός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: daktylikós Transliteration B: daktylikos Transliteration C: daktylikos Beta Code: daktuliko/s

English (LSJ)

δακτυλική, δακτυλικόν,
A of or for the finger: αὐλὸς δ. a flute played with the fingers, Ath.4.176f; δ. ψῆφος a stone for calcuiating, AP11.290 (Pall.).
2 for the anus, ἔμπλαστρος Orib.Fr.83, Cass.Fel.74.
II dactylic, ῥυθμός Longin.39.4, Heph.4. Adv. δακτυλικῶς, ποδίζεσθαι Eust.11.25.
III = δακτυλιαῖος, διάστημα Theo Sm.p.125 H.

Spanish (DGE)

(δακτῠλῐκός) -ή, -όν
I 1mús. digital, que se tañe con los dedos de instrumentos αὐλοί Ath.176f, Poll.4.82, τῶν ψιλῶν κιθαριστῶν ὄργανον, ὃ καὶ Πυθικὸν ὀνομάζεται, δακτυλικόν τινες κεκλήκασιν Poll.4.66
gener. que se maneja con los dedos ψῆφος AP 11.290 (Pall.).
2 que tiene el tamaño de un dedo διάστημα Theo Sm.125.
3 subst. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστος) medic. emplasto anal de un remedio para fístulas, Orib.Ec.82.7, alia (cataplasma) quae apellatur a Graecis dactylice Cass.Fel.74.
4 métr. dactílico, dactylicus numerus hexametrorum Cic.Orat.191, cf. Heph.4.1, Diom.521.19, ῥυθμοί Longin.39.4, Anon.Bellerm.15, Quint.Inst.9.4.46, τῶν δὲ ποδικῶν γενῶν πρῶτόν ἐστι διὰ τὴν ἰσότητα τὸ δακτυλικόν Aristid.Quint.35.4, cf. 45.31, τὰ διὰ τοῦ -ιον (ὀνόματα) οὐδέτερα μονογενῆ, εἰ μὲν ὦσι δακτυλικά EM 451.17G.
neutr. subst. τὰ δὲ δακτυλικὰ πρὸ μιᾶς ἔχει τὸν τόνον EM 520.25G.
II adv. -ῶς métr. en dáctilos δ. ποδίζεται Eust.11.24, cf. 1650.46.

German (Pape)

[Seite 520] 1) für die Finger bestimmt, ὄργανον, ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; ψῆφος, der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, ῥυθμός Longin.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 dont on joue avec les doigts (instrument de musique, etc.);
2 qu'on porte au doigt (pierre précieuse dans un anneau);
3 composé de dactyles ; δακτυλικὸν μέτρον vers dactylique.
Étymologie: δάκτυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλικός -ή -όν [δάκτυλος] met de vingers bediend.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλικός: 3
1 вставленный в перстень (ψῆφος Anth.);
2 стих. дактилический (μέτρον).

Greek Monolingual

και δαχτυλικός, -ή, -ό (AM δακτυλικός, -ή, -όν) δάκτυλος
1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ' αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» — αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα)
2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι δακτύλους («δακτυλικό εξάμετρο», «δακτυλικός στίχος», «τῶν δακτυλικῶν ῥυθμῶν»)
αρχ.
1. δακτυλιαίος
2. φρ. α) «δακτυλικὴ ψῆφος» — πετράδι σε δαχτυλίδι
β) «δακτυλικὸν ἔμπλαστρον» — έμπλαστρο για τον δακτύλιο του πρωκτού.

Greek Monotonic

δακτῠλικός: -ή, -όν (δακτύλιος), ο τοποθετημένος σε δακτύλιο, αυτός που αποτελείται από δακτύλους (πόδες), σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. ψῆφος, λίθος ἐντεθειμένος εἰς δακτύλιον, Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ δακτυλικός, ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.

Middle Liddell

δακτύλιος
set in a ring, Anth.