προτροπάδην: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protropadin
|Transliteration C=protropadin
|Beta Code=protropa/dhn
|Beta Code=protropa/dhn
|Definition=[ᾰ], Dor. -δᾱν, Adv., (προτρέπω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turned forwards</b>, i.e. <b class="b2">headforemost, with headlong speed</b>, π. φοβέοντο <span class="bibl">Il.16.304</span>; π. σπεύδειν <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.94</span>; φεύγειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>221b</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>3.28.3</span>; φέρεσθαι <span class="bibl">Plb.12.4.4</span>; <b class="b3">π. ὤσασθαι</b> to drive <b class="b2">headlong</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>18</span>; φήμαις ψευδέσι π. πεσοῦνται <span class="bibl">Ph.2.432</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], Dor. [[προτροπάδαν]], Adv., ([[προτρέπω]]) [[turned forwards]], i.e. [[headforemost]], [[with headlong speed]], π. φοβέοντο Il.16.304; π. σπεύδειν Pi.''P.''4.94; φεύγειν [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 221b, Arr.''An.''3.28.3; φέρεσθαι Plb.12.4.4; <b class="b3">π. ὤσασθαι</b> to drive [[headlong]], Plu.''Ages.''18; φήμαις ψευδέσι π. πεσοῦνται Ph.2.432.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0794.png Seite 794]] adv., vorwärts gewendet, bes. von eiliger Flucht, ohne sich umzusehen, dah. überh. eilig; φοβέοντο, Il. 16, 304; προτρ. ἵκετο σπεύδων, Pind. P. 4, 94; τοὺς προτρ. φεύγοντας, Plat. Conv. 221 c, Xen. Mem. 1, 3, 13; u. so Folgde, wie Pol. 1, 12, 3 u. öfter; auch [[προτροπάδην]] φέρεται καὶ συντρέχει τὰ ζῶα πρὸς τὴν σάλπιγγα, 12, 3, 4; ὤσασθαι προτρ. τοὺς Θηβαίους, in die Flucht schlagen, Plut. Agesil. 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[en déroute]], [[en désordre]].<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]], -δην.
}}
{{elnl
|elnltext=προτροπάδην, Dor. προτροπάδᾱν [προτρέπω] adv., halsoverkop.
}}
{{elru
|elrutext='''προτροπάδην:''' дор. [[προτροπάδαν|προτροπάδᾱν]] (πᾰ) adv. повернувшись вспять, т. е. без оглядки, поспешно (σπεύδειν Pind.; φεύγειν Plat., Plut.; φέρεσθαι Polyb.; ὤσασθαι Plut.): π. φοβεῖσθαι Hom. бежать в страхе.
}}
{{Autenrieth
|auten=adv., in [[headlong]] [[flight]], Il. 16.304†.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α<br /><b>επίρρ.</b> (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, [[χωρίς]] να βλέπει [[προς]] τα [[πίσω]], κν. στα [[τέσσερα]] (α. «έφυγε [[προτροπάδην]]» β. «[[προτροπάδην]] φοβέοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>προ</i>-<i>τροπ</i>- του <i>προ</i>-[[τρέπω]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>τροπ</i>-<i>ή</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>στολ</i>-[[άδην]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτροπάδην:''' [ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. ([[προτρέπω]]), τρέχοντας και [[χωρίς]] να γυρίζει να βλέπει [[πίσω]], βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''προτροπάδην''': [ᾰ], Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. ([[προτρέπω]]), [[ἐστραμμένος]] πρὸς τὰ ἐμπρός, χωρὶς νὰ βλέπῃ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], δρομαίως, πρ. φοβέοντο, «[[ἠπειγμένως]] καὶ ὁλοσχερῶς ἐκστρέψαντες τὰ νῶτα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 304· πρ. σπεύδειν Πινδ. Π. 4, 167· φεύγειν Πλάτ. Συμπ. 221C· φέρεσθαι Πολύβ. 12. 4, 4· πρ. ὤσασθαι Πλουτ. Ἀγησ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προτροπάδην]]· εἰς τοὔμπροσθεν τετραμμένοι. ἢ φεύγων καὶ διώκων ὡς ἐν μάχῃ», πρβλ. καὶ Σουΐδ. καὶ Φώτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προτρέπω]]<br />headforemost, with [[headlong]] [[speed]], Il., Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[hastily]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=μέ τό πρόσωπο μπροστά, γρήγορα). Ἀπό τό [[προτρέπω]] → [[πρό]] + [[τρέπω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτροπάδην Medium diacritics: προτροπάδην Low diacritics: προτροπάδην Capitals: ΠΡΟΤΡΟΠΑΔΗΝ
Transliteration A: protropádēn Transliteration B: protropadēn Transliteration C: protropadin Beta Code: protropa/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. προτροπάδαν, Adv., (προτρέπω) turned forwards, i.e. headforemost, with headlong speed, π. φοβέοντο Il.16.304; π. σπεύδειν Pi.P.4.94; φεύγειν Pl.Smp. 221b, Arr.An.3.28.3; φέρεσθαι Plb.12.4.4; π. ὤσασθαι to drive headlong, Plu.Ages.18; φήμαις ψευδέσι π. πεσοῦνται Ph.2.432.

German (Pape)

[Seite 794] adv., vorwärts gewendet, bes. von eiliger Flucht, ohne sich umzusehen, dah. überh. eilig; φοβέοντο, Il. 16, 304; προτρ. ἵκετο σπεύδων, Pind. P. 4, 94; τοὺς προτρ. φεύγοντας, Plat. Conv. 221 c, Xen. Mem. 1, 3, 13; u. so Folgde, wie Pol. 1, 12, 3 u. öfter; auch προτροπάδην φέρεται καὶ συντρέχει τὰ ζῶα πρὸς τὴν σάλπιγγα, 12, 3, 4; ὤσασθαι προτρ. τοὺς Θηβαίους, in die Flucht schlagen, Plut. Agesil. 18.

French (Bailly abrégé)

adv.
en déroute, en désordre.
Étymologie: προτρέπω, -δην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτροπάδην, Dor. προτροπάδᾱν [προτρέπω] adv., halsoverkop.

Russian (Dvoretsky)

προτροπάδην: дор. προτροπάδᾱν (πᾰ) adv. повернувшись вспять, т. е. без оглядки, поспешно (σπεύδειν Pind.; φεύγειν Plat., Plut.; φέρεσθαι Polyb.; ὤσασθαι Plut.): π. φοβεῖσθαι Hom. бежать в страхе.

English (Autenrieth)

adv., in headlong flight, Il. 16.304†.

Greek Monolingual

ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α
επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ-τροπ- του προ-τρέπω (πρβλ. προ-τροπ-ή) + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. περι-στολ-άδην)].

Greek Monotonic

προτροπάδην: [ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. (προτρέπω), τρέχοντας και χωρίς να γυρίζει να βλέπει πίσω, βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προτροπάδην: [ᾰ], Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. (προτρέπω), ἐστραμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, χωρὶς νὰ βλέπῃ πρὸς τὰ ὀπίσω, δρομαίως, πρ. φοβέοντο, «ἠπειγμένως καὶ ὁλοσχερῶς ἐκστρέψαντες τὰ νῶτα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 304· πρ. σπεύδειν Πινδ. Π. 4, 167· φεύγειν Πλάτ. Συμπ. 221C· φέρεσθαι Πολύβ. 12. 4, 4· πρ. ὤσασθαι Πλουτ. Ἀγησ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προτροπάδην· εἰς τοὔμπροσθεν τετραμμένοι. ἢ φεύγων καὶ διώκων ὡς ἐν μάχῃ», πρβλ. καὶ Σουΐδ. καὶ Φώτ.

Middle Liddell

προτρέπω
headforemost, with headlong speed, Il., Plat.

English (Woodhouse)

hastily

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μέ τό πρόσωπο μπροστά, γρήγορα). Ἀπό τό προτρέπωπρό + τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.