πυριγενής: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrigenis | |Transliteration C=pyrigenis | ||
|Beta Code=purigenh/s | |Beta Code=purigenh/s | ||
|Definition=ές,= | |Definition=πυριγενές, = [[πυριγενέτης]], [[born in fire]] or [[born from fire]], [[δράκων]] E. ''Fr.'' 943 (lyr.) ; Διόνυσος Str. 13.4.11. of [[instrument]]s, [[wrought]] or [[forge]]d by [[fire]], στόμια E. ''Hipp.'' 1223 ; κώθων Henioch. 1 ; π. παλάμα, i.e. a [[weapon]], E. ''Or.'' 820 (lyr.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] ές, vom od. im Feuer erzeugt, στόμια, Eur. Hipp. 1223. S. das Vorige. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[né du feu]] <i>ou</i> dans le feu;<br /><b>2</b> [[travaillé]] <i>ou</i> forgé avec le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυριγενής -ές [[[πῦρ]], [[γένος]]] [[in het vuur gemaakt]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠρῐγενής:'''<br /><b class="num">1</b> [[рожденный в огне или из огня]] ([[δράκων]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[обработанный огнем]], [[закаленный на огне]] (στόμια Eur.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πυρογενής]], -ές, ΝΑ<br />(για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη [[χρήση]] φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυριγενή πετρώματα»<br /><b>(πετρογρ.)</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών εκρηξιγενών πετρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων και, [[ιδίως]], του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε [[μέσα]] στη [[φωτιά]] ή αυτός που γεννήθηκε από τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[θαλασσογενής]], [[ποντογενής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῠρῐγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), = το προηγ., γεννημένος στη [[φωτιά]]· λέγεται για [[εργαλείο]], σφυρηλατημένος στη [[φωτιά]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῠρῐγενής''': -ές, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθεὶς ἢ ἐκ τοῦ [[πυρός]], [[δράκων]] Εὐρ. Ἀποσπ. 937· [[Διόνυσος]] Στράβ. 628, κτλ. 2) ἐπὶ ἐργαλείου, ὁ κατεσκευασμένος ἢ σφυρηλατηθεὶς διὰ τοῦ [[πυρός]], στόμια Εὐριπ. Ἱππ. 1223· πυριγενῆ... κώθωνα Ἡνίοχος ἐν «Γοργόσι» 1· π. [[παλάμη]], ὅ ἐ. [[ὅπλον]], Εὐρ. Ὀρ. 820· πρβλ. τὸ προηγ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῠρῐ-γενής, ές [[γίγνομαι]] = πῠρῐγενέτης]<br />[[born]] in [[fire]]: of instruments, [[wrought]] by [[fire]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
πυριγενές, = πυριγενέτης, born in fire or born from fire, δράκων E. Fr. 943 (lyr.) ; Διόνυσος Str. 13.4.11. of instruments, wrought or forged by fire, στόμια E. Hipp. 1223 ; κώθων Henioch. 1 ; π. παλάμα, i.e. a weapon, E. Or. 820 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 822] ές, vom od. im Feuer erzeugt, στόμια, Eur. Hipp. 1223. S. das Vorige.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né du feu ou dans le feu;
2 travaillé ou forgé avec le feu.
Étymologie: πῦρ, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυριγενής -ές [πῦρ, γένος] in het vuur gemaakt.
Russian (Dvoretsky)
πῠρῐγενής:
1 рожденный в огне или из огня (δράκων Eur.);
2 обработанный огнем, закаленный на огне (στόμια Eur.).
Greek Monolingual
και πυρογενής, -ές, ΝΑ
(για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη χρήση φωτιάς
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία
2. φρ. «πυριγενή πετρώματα»
(πετρογρ.) παλαιότερη ονομασία τών εκρηξιγενών πετρωμάτων
αρχ.
1. (ως προσωνυμία διαφόρων θεοτήτων και, ιδίως, του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά ή αυτός που γεννήθηκε από τη φωτιά
2. αυτός που προκαλεί πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσογενής, ποντογενής].
Greek Monotonic
πῠρῐγενής: -ές (γίγνομαι), = το προηγ., γεννημένος στη φωτιά· λέγεται για εργαλείο, σφυρηλατημένος στη φωτιά, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐγενής: -ές, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθεὶς ἢ ἐκ τοῦ πυρός, δράκων Εὐρ. Ἀποσπ. 937· Διόνυσος Στράβ. 628, κτλ. 2) ἐπὶ ἐργαλείου, ὁ κατεσκευασμένος ἢ σφυρηλατηθεὶς διὰ τοῦ πυρός, στόμια Εὐριπ. Ἱππ. 1223· πυριγενῆ... κώθωνα Ἡνίοχος ἐν «Γοργόσι» 1· π. παλάμη, ὅ ἐ. ὅπλον, Εὐρ. Ὀρ. 820· πρβλ. τὸ προηγ.
Middle Liddell
πῠρῐ-γενής, ές γίγνομαι = πῠρῐγενέτης]
born in fire: of instruments, wrought by fire, Eur.