σιτώνης: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitonis | |Transliteration C=sitonis | ||
|Beta Code=sitw/nhs | |Beta Code=sitw/nhs | ||
|Definition= | |Definition=σιτώνου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]) [[public buyer of corn]], an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, ''IG''22.792.11; at Samos, ''SIG''976.45 (ii B.C.); in Laconia, ''IG''5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, ''IGRom.''4.1228. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>à Athènes</i> commissaire chargé des achats de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιτώνης -ου, ὁ [[[σῖτος]], [[ὠνέομαι]]] officiële graankoper. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτώνης:''' ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σῑτώνης''': -ου, ὁ, ([[ὠνέομαι]]) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, [[ὑπάλληλος]] ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, [[οἷον]] ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. [[σιταγέρτης]]·- σῑτωνέω, εἶμαι [[σιτώνης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. [[ἔμπορος]] σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγοράζει [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου [[έργο]] ήταν η [[αγορά]] ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου [[καθώς]] και η μεταπώλησή τους [[κατά]] τρόπο ώστε να υπάρχει [[επάρκεια]] και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), [[πρβλ]]. [[οινώνης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῑτώνης:''' -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει [[σιτηρά]], [[προμηθευτής]] σιτηρών, [[σιτιστής]], σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῑτ-ώνης, ου, ὁ, [[ὠνέομαι]]<br />a [[buyer]] of [[corn]], a commissary for [[buying]] it, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
σιτώνου, ὁ, (ὠνέομαι) public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à Athènes commissaire chargé des achats de blé.
Étymologie: σῖτος, ὠνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.
Russian (Dvoretsky)
σῑτώνης: ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, ὑπάλληλος ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἷον ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. σιταγέρτης·- σῑτωνέω, εἶμαι σιτώνης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. ἔμπορος σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που αγοράζει σιτάρι
2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οινώνης].
Greek Monotonic
σῑτώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει σιτηρά, προμηθευτής σιτηρών, σιτιστής, σε Δημ.
Middle Liddell
σῑτ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι
a buyer of corn, a commissary for buying it, Dem.