πλουτοδότης: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(eksahir) |
m (Text replacement - "Reichthum" to "Reichtum") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ploutodotis | |Transliteration C=ploutodotis | ||
|Beta Code=ploutodo/ths | |Beta Code=ploutodo/ths | ||
|Definition= | |Definition=πλουτοδότου, ὁ, [[giver of riches]], Hes.''Op.''126; θεός Ph. 1.232; ἥρωνι π. ''Arch.Anz.''45.147 (Chios); [[epithet]] of [[Dionysus]], Poet. ap.Sch.Ar.''Ra.''482; of [[Zeus]], Orph.''H.''73.4; of [[Zeus]]-[[Helios]]-[[Sarapis]], ''Not.Scav.''1912.323; of [[Pluto]], Luc.''Tim.''21:—in form [[πλουτοδώτης]], ου, ὁ, [[epithet]] of Men, ''BCH''23.389. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] ὁ, Reichtumgeber, Vermögengeber; Hes. op. 128; Luc. Tim. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui donne la richesse]], [[qui enrichit]].<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]], [[δίδωμι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλουτοδότης -ου, ὁ [[[πλοῦτος]], [[δίδωμι]]] [[schenker van rijkdom]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλουτοδότης:''' ου ὁ [[податель богатств]] (эпитет богов) Hes., Luc. | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[dador de riquezas]] | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α<br />αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει [[αγαθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του ΗλίουΣαράπιδος<br /><b>4.</b> [[προσωνυμία]] του Πλούτωνος<br /><b>5.</b> (και στον τ. <i>πλουτοδώτης</i>) [[προσωνυμία]] του Μηνός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[ολβοδότης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλουτοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που δίνει πλούτο, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλουτοδότης''': -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «[[ὡσαύτως]] τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, [[ἐλευθέριος]], [[μεγαλόδωρος]], χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-[[δοτήρ]], -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-[[δότειρα]], ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-[[δοτήρ]], Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | |lstext='''πλουτοδότης''': -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· [[ὄνομα]] τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «[[ὡσαύτως]] τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, [[ἐλευθέριος]], [[μεγαλόδωρος]], χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-[[δοτήρ]], -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-[[δότειρα]], ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-[[δοτήρ]], Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=πλουτο-[[δότης]], ου, ὁ,<br />[[giver]] of [[riches]], Hes., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=ὁ [[dador de riquezas]] ref. al Demon Bueno ναί, κυριεύων ἐλπίδος, πλουτοδότα Αἰών, ἱερὲ Ἀγαθὲ Δαίμων, τέλει πάσας χάριτας <b class="b3">sí, tú que gobiernas la esperanza, Eón dador de riquezas, sagrado Demon Bueno, cumple todos los favores</b> P IV 3168 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:44, 21 November 2023
English (LSJ)
πλουτοδότου, ὁ, giver of riches, Hes.Op.126; θεός Ph. 1.232; ἥρωνι π. Arch.Anz.45.147 (Chios); epithet of Dionysus, Poet. ap.Sch.Ar.Ra.482; of Zeus, Orph.H.73.4; of Zeus-Helios-Sarapis, Not.Scav.1912.323; of Pluto, Luc.Tim.21:—in form πλουτοδώτης, ου, ὁ, epithet of Men, BCH23.389.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, Reichtumgeber, Vermögengeber; Hes. op. 128; Luc. Tim. 21.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui donne la richesse, qui enrichit.
Étymologie: πλοῦτος, δίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτοδότης -ου, ὁ [πλοῦτος, δίδωμι] schenker van rijkdom.
Russian (Dvoretsky)
πλουτοδότης: ου ὁ податель богатств (эпитет богов) Hes., Luc.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α
αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. προσωνυμία του Διός
3. προσωνυμία του ΗλίουΣαράπιδος
4. προσωνυμία του Πλούτωνος
5. (και στον τ. πλουτοδώτης) προσωνυμία του Μηνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβοδότης.
Greek Monotonic
πλουτοδότης: -ου, ὁ, αυτός που δίνει πλούτο, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτοδότης: -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «ὡσαύτως τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, ἐλευθέριος, μεγαλόδωρος, χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-δοτήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-δότειρα, ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-δοτήρ, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Middle Liddell
πλουτο-δότης, ου, ὁ,
giver of riches, Hes., Anth.
Léxico de magia
ὁ dador de riquezas ref. al Demon Bueno ναί, κυριεύων ἐλπίδος, πλουτοδότα Αἰών, ἱερὲ Ἀγαθὲ Δαίμων, τέλει πάσας χάριτας sí, tú que gobiernas la esperanza, Eón dador de riquezas, sagrado Demon Bueno, cumple todos los favores P IV 3168