κατάλοιπος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(strοng)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataloipos
|Transliteration C=kataloipos
|Beta Code=kata/loipos
|Beta Code=kata/loipos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">left remaining</b>, τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>39e</span>; <b class="b3">ἐκ τοῦ κ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>548b18</span>, cf. <span class="title">Michel</span>829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.<span class="title">Rh.</span>1.120 S.; <b class="b3">τοῦτο . . κατάλοιπόν</b> [<b class="b3">ἐστι</b>] c. inf., <span class="bibl">Strato Com. 1.10</span>; ἡ κ. εἰσβολή <span class="bibl">Plb.3.91.9</span>; <b class="b3">ἡ κ</b>. the <b class="b2">other</b> of two, Gal.7.314.</span>
|Definition=κατάλοιπον, [[left remaining]], τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι Pl.''Ti.''39e; <b class="b3">ἐκ τοῦ κ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''548b18, cf. ''Michel''829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.''Rh.''1.120 S.; <b class="b3">τοῦτο… κατάλοιπόν</b> ([[ἐστι]]) c. inf., Strato Com. 1.10; ἡ κ. εἰσβολή Plb.3.91.9; <b class="b3">ἡ κ.</b> the [[other]] of two, Gal.7.314.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d.
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-λοιπος -ον overblijvend, resterend.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάλοιπος:''' [[остающийся]], [[остальной]], [[прочий]] Plut., Arst., NT.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] and [[λοιποί]]; [[left]] down ([[behind]]), i.e [[remaining]] (plural the [[rest]]): [[residue]].
}}
{{Thayer
|txtha=κατάλοιπον ([[λοιπός]]), [[left]] [[remaining]]: (οἱ κατάλοιποι [[τῶν]] ἀνθρώπων A. V., the [[residue]] of men), [[Plato]], [[Aristotle]], [[Polybius]]; the Sept..)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάλοιπος]], -ον) [[καταλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κατάλοιπο</i><br /><b>1.</b> ό,τι απομένει, το [[υπόλοιπο]]<br /><b>2.</b> ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική [[επεξεργασία]] ή από μια [[φυσική]], χημική κ.ά. [[μεταβολή]] (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ένας]] από τους δύο.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάλοιπος''': -ον, ὁ ἀφεθεὶς [[ὑπόλοιπος]], Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. [[κατάλυπος]]= [[κατάλοιπος]] ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ.
|lstext='''κατάλοιπος''': -ον, ὁ ἀφεθεὶς [[ὑπόλοιπος]], Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. [[κατάλυπος]]= [[κατάλοιπος]] ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ.
}}
}}
{{StrongGR
{{Chinese
|strgr=from [[κατά]] and [[λοιποί]]; [[left]] [[down]] ([[behind]]), i.e [[remaining]] (plural the [[rest]]): [[residue]].
|sngr='''原文音譯''':kat£loipoj 卡他-睞坡士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':下-缺乏的<br />'''字義溯源''':餘剩的,剩下的,其餘的;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[λοιπός]])=其餘的)組成;而 ([[λοιπός]])出自([[λείπω]])*=缺少,留下)。<br />'''同義字''':1) ([[κατάλοιπος]])餘剩的 2) ([[λοιπός]])其餘的 3) ([[τέλος]])結局<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餘剩(1) 徒15:17
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ος, ον<br>qui reste ; le reste de<br>[[καταλείπω]]
}}
}}

Latest revision as of 21:52, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλοιπος Medium diacritics: κατάλοιπος Low diacritics: κατάλοιπος Capitals: ΚΑΤΑΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: katáloipos Transliteration B: kataloipos Transliteration C: kataloipos Beta Code: kata/loipos

English (LSJ)

κατάλοιπον, left remaining, τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti.39e; ἐκ τοῦ κ. Arist.HA548b18, cf. Michel829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.Rh.1.120 S.; τοῦτο… κατάλοιπόν (ἐστι) c. inf., Strato Com. 1.10; ἡ κ. εἰσβολή Plb.3.91.9; ἡ κ. the other of two, Gal.7.314.

German (Pape)

[Seite 1361] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-λοιπος -ον overblijvend, resterend.

Russian (Dvoretsky)

κατάλοιπος: остающийся, остальной, прочий Plut., Arst., NT.

English (Strong)

from κατά and λοιποί; left down (behind), i.e remaining (plural the rest): residue.

English (Thayer)

κατάλοιπον (λοιπός), left remaining: (οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων A. V., the residue of men), Plato, Aristotle, Polybius; the Sept..)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάλοιπος, -ον) καταλείπω
ο υπόλοιπος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο
1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο
2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)
3. μτφ. βίωμα
αρχ.
ο ένας από τους δύο.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλοιπος: -ον, ὁ ἀφεθεὶς ὑπόλοιπος, Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. κατάλυπος= κατάλοιπος ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ.

Chinese

原文音譯:kat£loipoj 卡他-睞坡士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:下-缺乏的
字義溯源:餘剩的,剩下的,其餘的;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λοιπός)=其餘的)組成;而 (λοιπός)出自(λείπω)*=缺少,留下)。
同義字:1) (κατάλοιπος)餘剩的 2) (λοιπός)其餘的 3) (τέλος)結局
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 餘剩(1) 徒15:17

French (New Testament)

ος, ον
qui reste ; le reste de
καταλείπω