χείμαῤῥος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(strοng)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from the [[base]] of [[χειμών]] and [[ῥέω]]; a [[storm]]-runlet, i.e. [[winter]]-[[torrent]]: [[brook]].
|strgr=from the [[base]] of [[χειμών]] and [[ῥέω]]; a [[storm]]-runlet, i.e. [[winter]]-[[torrent]]: [[brook]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[χείμαρρος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ορμητικό και ακανόνιστο [[ρεύμα]] νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, [[συνήθως]] σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο [[λειώσιμο]] του χιονιού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σε [[παρομοίωση]]) [[ορμητικός]], [[ασταμάτητος]] (α. «έπεσε σαν [[χείμαρρος]] [[επάνω]] του<br />β. «[[ὥσπερ]] χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «[[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφραδής]] («όταν μιλάει στη [[βουλή]], [[είναι]] [[σωστός]] [[χείμαρρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ποτάμιο [[ρεύμα]] ή [[ποταμός]]<br />β) [[αγωγός]] νερού, [[οχετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> /-<i>ρροος</i> / -<i>ρρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόος]] / [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>ρροος</i>, [[κατά]]-<i>ρρους</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[torrent]]===
Albanian: përrua, rrua; Aromanian: flumin; Assamese: হাৱৰ; Bengali: সয়লাব; Bulgarian: порой; Catalan: torrent, riera; Chinese Mandarin: [[奔流]], [[急流]], [[洪流]]; Dutch: [[stortvloed]], [[stroom]]; Esperanto: torento; Finnish: hyöky, vyöry; French: [[torrent]]; Galician: dioivo, doira, bullón, enxurrada, quenlle, frieira; Georgian: ნიაღვარი, ღვარი, ნაკადი, ლანქერი; German: [[Strom]], [[Schwall]], [[Sturzflut]]; Ancient Greek: [[ῥεῖθρον χείμαρρον]], [[ῥύαξ]], [[χειμάρροος]], [[χείμαρρος]], [[χειμάρρους]]; Hungarian: özön; Kurdish Central Kurdish: لێشاو; Macedonian: порој, буица; Malay: cegar; Maltese: wied; Maori: ia, hīrere; Ottoman Turkish: سیل; Persian: سیلاب; Polish: potok; Portuguese: [[torrente]]; Romanian: torent, puhoi; Russian: [[поток]]; Scottish Gaelic: tuil, taom, gàth; Slovene: hudournik; Spanish: [[torrente]]; Swedish: skur, ström, fors c
}}
}}

Latest revision as of 06:08, 31 October 2024

German (Pape)

[Seite 1342] poet. statt χειμάῤῥοος; ποταμός Il. 4, 452. 5, 88; Pind. frg. 90; Lob. Phryn. 234. 669.

English (Strong)

from the base of χειμών and ῥέω; a storm-runlet, i.e. winter-torrent: brook.

Greek Monolingual

ο / χείμαρρος, -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, συνήθως σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο λειώσιμο του χιονιού
2. μτφ. (σε παρομοίωση) ορμητικός, ασταμάτητος (α. «έπεσε σαν χείμαρρος επάνω του
β. «ὥσπερ χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», Δημοσθ.
γ. «πλεκτάνη χειμάρροος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) ευφραδής («όταν μιλάει στη βουλή, είναι σωστός χείμαρρος»)
αρχ.
1. αυτός που ρέει κατά τον χειμώνα
2. το αρσ. ως ουσ. α) ποτάμιο ρεύμα ή ποταμός
β) αγωγός νερού, οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -ρρους /-ρροος / -ρρος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ρροος, κατά-ρρους].

Translations

torrent

Albanian: përrua, rrua; Aromanian: flumin; Assamese: হাৱৰ; Bengali: সয়লাব; Bulgarian: порой; Catalan: torrent, riera; Chinese Mandarin: 奔流, 急流, 洪流; Dutch: stortvloed, stroom; Esperanto: torento; Finnish: hyöky, vyöry; French: torrent; Galician: dioivo, doira, bullón, enxurrada, quenlle, frieira; Georgian: ნიაღვარი, ღვარი, ნაკადი, ლანქერი; German: Strom, Schwall, Sturzflut; Ancient Greek: ῥεῖθρον χείμαρρον, ῥύαξ, χειμάρροος, χείμαρρος, χειμάρρους; Hungarian: özön; Kurdish Central Kurdish: لێشاو; Macedonian: порој, буица; Malay: cegar; Maltese: wied; Maori: ia, hīrere; Ottoman Turkish: سیل; Persian: سیلاب; Polish: potok; Portuguese: torrente; Romanian: torent, puhoi; Russian: поток; Scottish Gaelic: tuil, taom, gàth; Slovene: hudournik; Spanish: torrente; Swedish: skur, ström, fors c