Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκθαμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
(strοng)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekthamvos
|Transliteration C=ekthamvos
|Beta Code=e)/kqambos
|Beta Code=e)/kqambos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">amazed, astounded</b>, <span class="bibl">Plb.20.10.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span> 3.11</span>, <span class="title">Tab.Defix.</span>5.20, <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>49 vi88</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">terrible</b>, Thd.<span class="title">Da.</span>7.7.</span>
|Definition=ἔκθαμβον,<br><span class="bld">A</span> [[amazed]], [[astounded]], Plb.20.10.9, ''Act.Ap.'' 3.11, ''Tab.Defix.''5.20, Orph.''Fr.''49 vi88.<br><span class="bld">II</span> [[terrible]], Thd.''Da.''7.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[estupefacto]], [[atónito]] en func. pred. c. [[γίγνομαι]]: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.<i>Fr</i>.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.<i>Vis</i>.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι <i>TDA</i> 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος <i>Hom.Clem</i>.12.10.1<br /><b class="num">•</b>c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι <i>Act.Ap</i>.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción</i> Procop.<i>Goth</i>.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.<i>Chron</i>.10.230, [[εἶδον]] αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον <i>Proteu</i>.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει <i>A.Andr.Gr</i>.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.<br /><b class="num">2</b> [[que produce estupor o terror]], [[terrible]], [[espantoso]] θηρίον [[LXX]] <i>Da</i>.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683<br /><b class="num"></b>[[que produce estupefacción]], [[arrobador]] de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.<i>Haer</i>.79.6.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0760.png Seite 760]] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0760.png Seite 760]] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἔκθαμβος''': -ον, [[ἔκπληκτος]], Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, [[μετὰ]] θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> frappé d'effroi <i>ou</i> de stupeur;<br /><b>2</b> [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θαμβέω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> frappé d’effroi <i>ou</i> de stupeur;<br /><b>2</b> terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θαμβέω]].
|elrutext='''ἔκθαμβος:''' [[изумленный]], [[пораженный]] (ἔκθαμβοι γεγονότες [[ἕστασαν]] ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν [[πᾶς]] ὁ λαὸς ἔκθαμβοι NT).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[estupefacto]], [[atónito]] en func. pred. c. [[γίγνομαι]]: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.<i>Fr</i>.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.<i>Vis</i>.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι <i>TDA</i> 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος <i>Hom.Clem</i>.12.10.1<br /><b class="num">•</b>c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι <i>Act.Ap</i>.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción</i> Procop.<i>Goth</i>.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.<i>Chron</i>.10.230, [[εἶδον]] αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον <i>Proteu</i>.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει <i>A.Andr.Gr</i>.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.<br /><b class="num">2</b> [[que produce estupor o terror]], [[terrible]], [[espantoso]] θηρίον LXX <i>Da</i>.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683<br /><b class="num">•</b>[[que produce estupefacción]], [[arrobador]] de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.<i>Haer</i>.79.6.4.
|lstext='''ἔκθαμβος''': -ον, [[ἔκπληκτος]], Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, μετὰ θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from ἐκ and [[θάμβος]]; [[utterly]] astounded: [[greatly]] wondering.
|strgr=from ἐκ and [[θάμβος]]; [[utterly]] astounded: [[greatly]] wondering.
}}
{{Thayer
|txtha=([[ἐκθαυμάζω]]) ([[imperfect]] ἐξεθαύμαζον); to [[wonder]] or [[marvel]] [[greatly]] ([[see]] ἐκ, VI:6): [[ἐπί]] τίνι, at [[one]], T WH. ([[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Longinus, others.)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκθαμβος]], -ον)<br />αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή [[κατάπληξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φοβερός]], [[φρικτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκθαμβος:''' -ον, [[έκπληκτος]], [[κατάπληκτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔκ-θαμβος, ον<br />amazed, astounded, NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':œkqamboj 誒克-探波士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':出去-畏懼(的)<br />'''字義溯源''':非常驚訝,很覺希奇;由(ἐκ / [[ἐκπερισσῶς]] / [[ἐκφωνέω]])*=出於,由於)與([[θάμβος]])=驚慌失措)組成;而 ([[θάμβος]])出自([[τάφος]])X*=驚訝)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 很覺希奇(1) 徒3:11
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθαμβος Medium diacritics: ἔκθαμβος Low diacritics: έκθαμβος Capitals: ΕΚΘΑΜΒΟΣ
Transliteration A: ékthambos Transliteration B: ekthambos Transliteration C: ekthamvos Beta Code: e)/kqambos

English (LSJ)

ἔκθαμβον,
A amazed, astounded, Plb.20.10.9, Act.Ap. 3.11, Tab.Defix.5.20, Orph.Fr.49 vi88.
II terrible, Thd.Da.7.7.

Spanish (DGE)

-ον
1 estupefacto, atónito en func. pred. c. γίγνομαι: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.Fr.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.Serm.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.Vis.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι TDA 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος Hom.Clem.12.10.1
c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι Act.Ap.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción Procop.Goth.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.Chron.10.230, εἶδον αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον Proteu.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει A.Andr.Gr.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.
2 que produce estupor o terror, terrible, espantoso θηρίον LXX Da.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683
que produce estupefacción, arrobador de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.Haer.79.6.4.

German (Pape)

[Seite 760] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 frappé d'effroi ou de stupeur;
2 terrible.
Étymologie: ἐκ, θαμβέω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθαμβος: изумленный, пораженный (ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ἔκθαμβοι NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθαμβος: -ον, ἔκπληκτος, Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, μετὰ θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.

English (Strong)

from ἐκ and θάμβος; utterly astounded: greatly wondering.

English (Thayer)

(ἐκθαυμάζω) (imperfect ἐξεθαύμαζον); to wonder or marvel greatly (see ἐκ, VI:6): ἐπί τίνι, at one, T WH. (Dionysius Halicarnassus, Longinus, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθαμβος, -ον)
αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξη
αρχ.
φοβερός, φρικτός.

Greek Monotonic

ἔκθαμβος: -ον, έκπληκτος, κατάπληκτος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἔκ-θαμβος, ον
amazed, astounded, NTest.

Chinese

原文音譯:œkqamboj 誒克-探波士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-畏懼(的)
字義溯源:非常驚訝,很覺希奇;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出於,由於)與(θάμβος)=驚慌失措)組成;而 (θάμβος)出自(τάφος)X*=驚訝)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 很覺希奇(1) 徒3:11