χρήζω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(3_47-test) |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χράω]] 3, to [[deliver an oracle]], [[foretell]], Eur. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[χρῄζω]], ΝΑ, και χρηϊίζω και επικ. και ιων. τ. [[χρηΐζω]] και δωρ. τ. [[χρῄσδω]] και δωρ. και [[μεγαρικός]] τ. χρῄδδω και χρείζω και σπάν. τ. [[χρήζω]] και [[σε]] <b>επιγρ.</b> χρηϊέζω Α<br />έχω [[χρεία]], έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] (α. «[[δε]] χρήζει [[του]] κύκλου τα στρατέματα», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «χρηΐζοντα... ἰητῆρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πολύ]]<br /><b>2.</b> (με αιτ. προσ.και αιτ. πράγμ.) [[παρακαλώ]] ή [[επιθυμώ]] να πράξει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[θέλω]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (με γεν. προσ. και απρμφ.) [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[δίνω]] χρησμό, [[χρησμοδοτώ]]<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ.) | |mltxt=[[χρῄζω]], ΝΑ, και [[χρηϊίζω]] και επικ. και ιων. τ. [[χρηΐζω]] και δωρ. τ. [[χρῄσδω]] και δωρ. και [[μεγαρικός]] τ. [[χρῄδδω]] και [[χρείζω]] και σπάν. τ. [[χρήζω]] και [[σε]] <b>επιγρ.</b> [[χρηϊέζω]] Α<br />έχω [[χρεία]], έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] (α. «[[δε]] χρήζει [[του]] κύκλου τα στρατέματα», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «χρηΐζοντα... ἰητῆρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πολύ]]<br /><b>2.</b> (με αιτ. προσ.και αιτ. πράγμ.) [[παρακαλώ]] ή [[επιθυμώ]] να πράξει [[κάποιος]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[θέλω]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (με γεν. προσ. και απρμφ.) [[παρακαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[δίνω]] [[χρησμός|χρησμό]], [[χρησμοδοτώ]]<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ.) ὁ [[χρηΐζων]]<br />α) (<b>με σημ. επιθ.</b>) [[φτωχός]], [[ενδεής]]<br />β) (ως υποθ. μτχ.) i) εάν [[κάποιος]] θέλει<br />ii) (για θεό) εάν [[είναι]] [[ευμενής]]<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) [[τὸ χρῇζον]]<br />[[παράκληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρή]] <span style="color: red;">+</span> ρηματ. κατάλ. -ίζω, πιθ. [[κατά]] το χατ-ίζω. Ο τ. απαντά ήδη στον Όμηρο, επικράτησε, όμως, [[κυρίως]] στην ιωνική διάλ., ενώ στην τραγική [[ποίηση]] απαντά με σημ. «[[δίνω]] [[χρησμός|χρησμό]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρήζω:''' = [[χράω]] (Γ), [[δίδω]] χρησμό, [[χρησμοδοτώ]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:09, 25 May 2023
Middle Liddell
χράω 3, to deliver an oracle, foretell, Eur.
Greek Monolingual
χρῄζω, ΝΑ, και χρηϊίζω και επικ. και ιων. τ. χρηΐζω και δωρ. τ. χρῄσδω και δωρ. και μεγαρικός τ. χρῄδδω και χρείζω και σπάν. τ. χρήζω και σε επιγρ. χρηϊέζω Α
έχω χρεία, έχω ανάγκη, χρειάζομαι (α. «δε χρήζει του κύκλου τα στρατέματα», Ερωτόκρ. β. «χρηΐζοντα... ἰητῆρος», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (γενικά) επιθυμώ κάτι πολύ
2. (με αιτ. προσ.και αιτ. πράγμ.) παρακαλώ ή επιθυμώ να πράξει κάποιος κάτι
3. (με απρμφ.) θέλω να πράξω κάτι
4. (με γεν. προσ. και απρμφ.) παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι
5. (ποιητ.) δίνω χρησμό, χρησμοδοτώ
6. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) ὁ χρηΐζων
α) (με σημ. επιθ.) φτωχός, ενδεής
β) (ως υποθ. μτχ.) i) εάν κάποιος θέλει
ii) (για θεό) εάν είναι ευμενής
7. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ χρῇζον
παράκληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρή + ρηματ. κατάλ. -ίζω, πιθ. κατά το χατ-ίζω. Ο τ. απαντά ήδη στον Όμηρο, επικράτησε, όμως, κυρίως στην ιωνική διάλ., ενώ στην τραγική ποίηση απαντά με σημ. «δίνω χρησμό»].
Greek Monotonic
χρήζω: = χράω (Γ), δίδω χρησμό, χρησμοδοτώ, σε Ευρ.