ἅλων: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅλων]] (-ωνος), η (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) [[ἅλως]] [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. το «[[αλώνι]]» του φεγγαριού (<b>βλ.</b> [[άλως]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική <i>ἅλωνος</i> του αττικόκλιτου ουσ. [[ἅλως]], ο (<b>βλ.</b> και [[αλωή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλώνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλωνοφύλαξ]]]. | |mltxt=[[ἅλων]] (-ωνος), η (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) [[ἅλως]] [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. το «[[αλώνι]]» του φεγγαριού (<b>βλ.</b> [[άλως]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική <i>ἅλωνος</i> του αττικόκλιτου ουσ. [[ἅλως]], ο (<b>βλ.</b> και [[αλωή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλώνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλωνοφύλαξ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅλων:''' -ωνος, ἡ = [[ἅλως]], βρίσκεται στις πλάγιες πτώσεις, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ωνος, ἡ,
A = ἅλως (usu. in sense 1), rare in nom., Thphr.Sign. 31 (pl., in sense 11.1), LXX Ho.9.2, BGU651.5 (ii A.D.); more freq. in oblique cases, BCH39.55 (Arcad., iv B.C., in sense of plantation (?)), PLille13.3, Arist.Vent.973a14, LXX Ge.50.10, etc.
German (Pape)
[Seite 113] ωνος, ἡ, die Tenne, Aristot. u. Sp., bes. N. T. in cass. obliquis.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλων: -ωνος, ἡ, = ἅλως, εὕρηται δὲ ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν, Ἀριστ. π. Ἀνέμ. 3, Ἀποσπ. 238. 4.
Spanish (DGE)
-ωνος, ἡ
• Alolema(s): tb. ἄλων Hsch.s.u. ἀλωνίζουσα
I huerto, plantel, Schwyzer 664.11, 24 (Orcómeno IV a.C.).
II 1era Arist.Vent.973a14, LXX Ge.50.10, Os.9.2, Ru.3.2, PCair.Zen.176.211 (III a.C.), PSI 173.14 (II a.C.), 1021.27 (II a.C.), PSarap.1.11 (II d.C.), 22a.15 (II d.C.), PPetaus 57.4 (II d.C.), PFlor.355.1 (II d.C.), BGU 651.5 (II d.C.), PLille.13.3, PMich.609.14 (III d.C.), 1Ep.Clem.56.15, I.AI 20.181.
2 parva πατοῦσιν ἅλωνα ἐν ἁμάξαις LXX Is.25.10, διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα Eu.Matt.3.12, cf. Eu.Luc.3.17.
III halo αἱ ἅλωνες περὶ τὴν σελήνην Thphr.Sign.31.
English (Strong)
probably from the base of εἱλίσσω; a threshing-floor (as rolled hard), i.e. (figuratively) the grain (and chaff, as just threshed): floor.
English (Thayer)
(ωνος, ἡ (in the Sept. also ὁ, cf. ἡ ἅλως, genitive ἅλω, a ground-plot or threshing-floor, i. e., a place in the field itself, made hard after the harvest by a roller, where the grain was threshed out: ἅλων is the heap of grain, the flooring, already indeed threshed out, but still mixed with chaff and straw, like Hebrew גֹּרֶן, Sept. in each place ἅλωνα); (others adhere to the primary meaning. Used by Aristotle, de vent. 3, Works, 2:973{a} 14).
Greek Monolingual
ἅλων (-ωνος), η (Α)
1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως αλώνι
2. (στον πληθ. το «αλώνι» του φεγγαριού (βλ. άλως).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος του αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή).
ΠΑΡ. ἁλώνιον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοφύλακας
αρχ.
ἁλωνοφύλαξ].
Greek Monotonic
ἅλων: -ωνος, ἡ = ἅλως, βρίσκεται στις πλάγιες πτώσεις, σε Αριστ.