βάθρο: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βάθρον]])<br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου ανεβαίνει ή στέκεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[βάση]], [[υποστήριγμα]] αγάλματος<br /><b>3.</b> «εκ βάθρων» — από τα θεμέλεια, ολοσχερώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθμίδα]], [[σκαλοπάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκαλωσιά]]<br /><b>3.</b> στερεό [[έδαφος]], [[στεριά]]<br /><b>4.</b> [[κάθισμα]]<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> [[βάθρα]]<br />τα θεμέλια πόλης, σπιτιού κ.λπ.<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν βάθροις [[εἰμί]]» — [[στέκομαι]] όρθιος β) «κινδύνου [[βάθρα]]» — στο [[χείλος]] του κινδύνου, στην [[άκρη]] του γκρεμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> το θ. του [[βαίνω]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>θρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρθρον</i>, <i>έλκηθρον</i>, [[σάρωθρον]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανάβαθρο]](<i>ν</i>), [[υπόβαθρο]](<i>ν</i>) <b>αρχ.</b> [[διάβαθρον]], [[επίβαθρον]], [[μαλάβαθρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυσόβαθρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιονόβαθρο]](<i>ν</i>), [[μεσόβαθρο]](<i>ν</i>), <i>πλατυβαθρο</i>(<i>ν</i>), [[τοιχόβαθρο]](<i>ν</i>)].
|mltxt=το (AM [[βάθρον]])<br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου ανεβαίνει ή στέκεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[βάση]], [[υποστήριγμα]] αγάλματος<br /><b>3.</b> «εκ βάθρων» — από τα θεμέλεια, ολοσχερώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθμίδα]], [[σκαλοπάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκαλωσιά]]<br /><b>3.</b> στερεό [[έδαφος]], [[στεριά]]<br /><b>4.</b> [[κάθισμα]]<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> [[βάθρα]]<br />τα θεμέλια πόλης, σπιτιού κ.λπ.<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν βάθροις [[εἰμί]]» — [[στέκομαι]] όρθιος β) «κινδύνου [[βάθρα]]» — στο [[χείλος]] του κινδύνου, στην [[άκρη]] του γκρεμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> το θ. του [[βαίνω]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. <i>άρθρον</i>, <i>έλκηθρον</i>, [[σάρωθρον]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανάβαθρο]](<i>ν</i>), [[υπόβαθρο]](<i>ν</i>) <b>αρχ.</b> [[διάβαθρον]], [[επίβαθρον]], [[μαλάβαθρον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυσόβαθρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιονόβαθρο]](<i>ν</i>), [[μεσόβαθρο]](<i>ν</i>), <i>πλατυβαθρο</i>(<i>ν</i>), [[τοιχόβαθρο]](<i>ν</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM βάθρον)
1. μέρος όπου ανεβαίνει ή στέκεται κάποιος
2. βάση, υποστήριγμα αγάλματος
3. «εκ βάθρων» — από τα θεμέλεια, ολοσχερώς
αρχ.
1. βαθμίδα, σκαλοπάτι
2. σκαλωσιά
3. στερεό έδαφος, στεριά
4. κάθισμα
5. πληθ. βάθρα
τα θεμέλια πόλης, σπιτιού κ.λπ.
6. φρ. α) «ἐν βάθροις εἰμί» — στέκομαι όρθιος β) «κινδύνου βάθρα» — στο χείλος του κινδύνου, στην άκρη του γκρεμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το θ. του βαίνω + (επίθημα) -θρον (πρβλ. άρθρον, έλκηθρον, σάρωθρον κ.ά.).
ΣΥΝΘ. ανάβαθρο(ν), υπόβαθρο(ν) αρχ. διάβαθρον, επίβαθρον, μαλάβαθρον
μσν.
φυσόβαθρον
νεοελλ.
κιονόβαθρο(ν), μεσόβαθρο(ν), πλατυβαθρο(ν), τοιχόβαθρο(ν)].