ἄφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(7)
(7)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄφαλος]], -ον (Α) [[φάλος]]<br />([[περικεφαλαία]]) [[χωρίς]] φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.
|mltxt=[[ἄφαλος]], -ον (Α) [[φάλος]]<br />([[περικεφαλαία]]) [[χωρίς]] φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.
}}
{{grml
|mltxt=ο και [[αφάλι]], το<br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] στο [[μέσο]] της κοιλιάς, ο [[ομφαλός]]<br /><b>2.</b> ο [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>3.</b> [[άξονας]] ή [[τρύπα]] στο [[μέσο]] εργαλείου κ.λπ. («ο [[αφαλός]] του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)<br /><b>4.</b> η [[καντηλήθρα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «λύθηκε ο [[αφαλός]] μου» (από τα [[πολλά]] γέλια ή από φόβο)<br />6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες<br />γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ομφαλός]], με προληπτική [[αφομοίωση]] του <i>ο</i>- σε <i>α</i>- και σίγηση του -<i>μ</i>- προ του -<i>φ</i>-].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφᾰλος Medium diacritics: ἄφαλος Low diacritics: άφαλος Capitals: ΑΦΑΛΟΣ
Transliteration A: áphalos Transliteration B: aphalos Transliteration C: afalos Beta Code: a)/falos

English (LSJ)

ον,

   A without φάλος, κυνέη Il.10.258, BGU1190.3 (i B. C.?).

German (Pape)

[Seite 406] ohne Helmkamm, in den der Helmbusch gesteckt wird, Il. 10, 258, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl. Aristonic. ·

Greek (Liddell-Scott)

ἄφᾰλος: -ον, ἄνευ τοῦ φάλου, «ἄφαλος· περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους· φάλοι δέ εἰσιν οἱ λαμπροὶ ἧλοι ἤ τὰ ποικίλματα» Ἡσύχ. κυνέη Ἰλ. Κ. 258· πρβλ. τετράφαλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans φάλος pour fixer l’aigrette ; sans aigrette (casque).
Étymologie: ἀ, φάλος.

English (Autenrieth)

without crest; κυνέη, Il. 10.258†.

Spanish (DGE)

(ἄφᾰλος) -ον
carente de cimera de un yelmo Il.10.258, cf. Apollon.Lex.753, Hsch.
subst. οἱ ἄφαλοι los que no llevan cimera una categoría de guardias de corps BGU 1190.3 (ptol.) en BL 1.98.

Greek Monolingual

ἄφαλος, -ον (Α) φάλος
(περικεφαλαία) χωρίς φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.

Greek Monolingual

ο και αφάλι, το
1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός
2. ο ομφάλιος λώρος
3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)
4. η καντηλήθρα
5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια ή από φόβο)
6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες
γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο ξύλο» — τον έδειρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός, με προληπτική αφομοίωση του ο- σε α- και σίγηση του -μ- προ του -φ-].