Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνέξοδος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέξοδος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ξοδεύει [[πολλά]], [[φειδωλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν στοιχίζει [[τίποτε]], που [[είναι]] δωρεάν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[έξοδο]], [[εκείνος]] από όπου δεν [[είναι]] δυνατόν να βγει [[κανείς]], [[αδιάβατος]]<br /><b>2.</b> (για [[ημέρα]]) [[ακατάλληλος]], μη [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή καταστάσεις) [[ακοινώνητος]], [[μοναχικός]], περιορισμένος<br /><b>4.</b> [[μάταιος]], [[χωρίς]] πρακτικό [[αποτέλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ανέξοδος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[έξοδος]], ενώ το νεοελλ. [[ανέξοδος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[έξοδο]](<i>ν</i>). Η λ. με τη νεοελληνική της [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέξοδος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ξοδεύει [[πολλά]], [[φειδωλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν στοιχίζει [[τίποτε]], που [[είναι]] δωρεάν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[έξοδο]], [[εκείνος]] από όπου δεν [[είναι]] δυνατόν να βγει [[κανείς]], [[αδιάβατος]]<br /><b>2.</b> (για [[ημέρα]]) [[ακατάλληλος]], μη [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή καταστάσεις) [[ακοινώνητος]], [[μοναχικός]], περιορισμένος<br /><b>4.</b> [[μάταιος]], [[χωρίς]] πρακτικό [[αποτέλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ανέξοδος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[έξοδος]], ενώ το νεοελλ. [[ανέξοδος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[έξοδο]](<i>ν</i>). Η λ. με τη νεοελληνική της [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέξοδος:''' -ον, αυτός που δεν έχει έξοδα, που δεν επιτρέπει [[επιστροφή]] ή γυρισμό, Λατ. [[irremeabilis]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέξοδος Medium diacritics: ἀνέξοδος Low diacritics: ανέξοδος Capitals: ΑΝΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: anéxodos Transliteration B: anexodos Transliteration C: aneksodos Beta Code: a)ne/codos

English (LSJ)

ον,

   A with no outlet, not to be got out of impassable, Ἀχέρων Theoc.12.19; δυσχωρίαι D.H.3.59; λαβύρινθος AP12.93 (Rhian.).    2 ἡμέρα ἀ. unfit for an expedition, Plu.2.269e.    II of persons, conditions, etc., not coming into public, unsocial, ib.242e, 426b, etc.; βίος 1098d; διάνοια 610a; λόγοι ἀ. without practical result, 1034b.

German (Pape)

[Seite 224] ohne Ausgang, wo man nicht herauskommen kann, λαβύρινθος Rhian. 4 (XII, 93); Theocr. 12, 19; δυσχωρίαι D. Hal. 3, 59; ohne Erfolg, od. nicht für's Publikum taugend, καὶ ἀπολίτευτος λόγος Plut. stoic. rep. 5; ἡμέρα, Tag, an dem man keinen Feldzug beginnt, Qu. Rom. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέξοδος: -ον, ὁ ἄνευ ἐξόδου, ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐξέλθῃ, ἀδιάβατος, Λατ. irremeabilis. Ἀχέρων Θεόκρ. 12. 19· δυσχωρίαις Διον. Ἀρ. Ρ. 3. 59· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 12. 93. 2) ἡμέρα ἀν., ἀκατάλληλος πρὸς ἐκστρατείαν ἢ ἐκδρομήν. Πλούτ. 2. 296E. II. ἐπὶ προσώπων ἢ καταστάσεως, κτλ., ὁ μὴ ἐξερχόμενος εἰς τὸ δημόσιον, ἀκοινώνητος, αὐτόθι 242Ε, 426Β κτλ., βίος 1098D, διάνοια 610Α· λόγοι ἀνέξοδοι, ἄνευ πρακτικοῦ ἀποτελέσματος, 1034Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans issue;
2 qui ne sort plus, qui ne se produit pas en public ; peu sociable, sauvage;
3 ἀνέξοδος ἡμέρα jour où l’on ne peut se mettre en route, ni entreprendre une expédition.
Étymologie: ἀ, ἔξοδος.

Spanish (DGE)

-ον
A Ide n. de lugar y tiempo
1 de lugares imposible de volver a cruzar (hacia atrás) Ἀχέρων Theoc.12.19
que no tiene salida λαβύρινθος Rhian.71.1, δυσχωρίαι D.H.3.59.
2 de tiempo impropio para realizar una expedición ἡμέρα Plu.2.269e.
II de pers.
1 incapaz de salir μὴ ... χειμὼν αἰφνιδίως γενόμενος ἀνεξόδους ἡμᾶς ποιήσῃ Vit.Aesop.G 59
incapaz de escapar ψυχή Ps.Naas.
2 insociable βίος ἀ. Plu.2.1098d, cf. 2.242e, 426b.
III de abstr. que no circula ὁ πλοῦτος D.Chr.4.100
oculto διάνοια Plu.2.610a
sin resultado práctico, sin utilidad λόγοι Plu.2.1034b, cf. E.Fr.3 incertae sedis M., Plu.2.679b.
B subst. mendigo Ath.Al.H.Ar.13.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέξοδος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ξοδεύει πολλά, φειδωλός
2. αυτός που δεν στοιχίζει τίποτε, που είναι δωρεάν
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει έξοδο, εκείνος από όπου δεν είναι δυνατόν να βγει κανείς, αδιάβατος
2. (για ημέρα) ακατάλληλος, μη ευνοϊκός
3. (για πρόσωπα ή καταστάσεις) ακοινώνητος, μοναχικός, περιορισμένος
4. μάταιος, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανέξοδος < αν- στερ. + έξοδος, ενώ το νεοελλ. ανέξοδος < αν- στερ. + έξοδο(ν). Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].

Greek Monotonic

ἀνέξοδος: -ον, αυτός που δεν έχει έξοδα, που δεν επιτρέπει επιστροφή ή γυρισμό, Λατ. irremeabilis, σε Θεόκρ.