βέομαι: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βέομαι]] και [[βείομαι]] (Α)<br />θα ζήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βέομαι]] ανήκει στην [[ίδια]] [[ομάδα]] με τα [[βίος]]- <i>εβίων</i>, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με [[σημασία]] μέλλοντος και θεωρείται [[υποτακτική]] με βραχύ [[φωνήεν]] ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>ey</i>(<i>∂</i>)-, με απαθή την πρώτη [[συλλαβή]] και συνεσταλμένη τη δεύτερη (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gaya</i>- «ζωή», αρχ. ινδ. <i>gaya</i>- «το [[αγαθό]] της ζωής»). Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή ο τ. [[βείομαι]] [[είναι]] πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης [[μολονότι]] έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το [[βείομαι]] δεν [[είναι]] [[υποτακτική]] [[αλλά]] οριστική ενεστώτα]. | |mltxt=[[βέομαι]] και [[βείομαι]] (Α)<br />θα ζήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βέομαι]] ανήκει στην [[ίδια]] [[ομάδα]] με τα [[βίος]]- <i>εβίων</i>, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με [[σημασία]] μέλλοντος και θεωρείται [[υποτακτική]] με βραχύ [[φωνήεν]] ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας <i>g</i><sup>w</sup><i>ey</i>(<i>∂</i>)-, με απαθή την πρώτη [[συλλαβή]] και συνεσταλμένη τη δεύτερη (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gaya</i>- «ζωή», αρχ. ινδ. <i>gaya</i>- «το [[αγαθό]] της ζωής»). Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή ο τ. [[βείομαι]] [[είναι]] πιθ. [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης [[μολονότι]] έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι το [[βείομαι]] δεν [[είναι]] [[υποτακτική]] [[αλλά]] οριστική ενεστώτα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βέομαι:''' και [[βείομαι]], βʹ ενικ. <i>βέῃ</i>, σε Όμηρ. με [[σημασία]] μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το [[βιόω]])· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I
A shall live, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852, cf. 24.131; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα ; 22.431. (Cf. βιόμεσθα, βίονται (v. βιόω), whence βίομαι, βίε' should perh. be restored in Hom.)
German (Pape)
[Seite 442] auch βείομαι, Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit βίος zusammen; danach wäre βείομαι die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.
Greek (Liddell-Scott)
βέομαι: καὶ βείομαι, παρ’ Ὁμήρ. μόνον, μετὰ σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, οὔτι Διὸς βέομαι φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ βείομαι Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων βίος, βιόω).
French (Bailly abrégé)
par renforcement épq. βείομαι;
prés. au sens d’un fut.
vivre.
Étymologie: apparenté à βίος.
English (Autenrieth)
2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, , Il. 24.131.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βείομαι Il.22.431; βίομαι h.Ap.528
• Morfología: [fut. hom.]
viviré οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194, οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ (pero cf. βείῃ Hsch.) Il.16.852, cf. 24.131, τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα Il.22.431, πῶς καὶ νῦν βιόμεσθα; h.Ap.l.c., ψυχαὶ δὲ βέονται Λοκρῶν Orác. en Phleg.36.2.8.
• Etimología: De la r. *gu̯iH3- ‘vivir’ en grado P/ø, y rel. c. av. gaya ‘vida’, ai. gáya; c. otro grado vocálico ø/P, cf. ἐβίων, βιῶναι y tb. ζώω q.u.; c. caída de la laringal βέομαι.
Greek Monolingual
βέομαι και βείομαι (Α)
θα ζήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος- εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας gwey(∂)-, με απαθή την πρώτη συλλαβή και συνεσταλμένη τη δεύτερη (πρβλ. αβεστ. gaya- «ζωή», αρχ. ινδ. gaya- «το αγαθό της ζωής»). Με βάση την άποψη αυτή ο τ. βείομαι είναι πιθ. αποτέλεσμα μετρικής έκτασης μολονότι έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι το βείομαι δεν είναι υποτακτική αλλά οριστική ενεστώτα].
Greek Monotonic
βέομαι: και βείομαι, βʹ ενικ. βέῃ, σε Όμηρ. με σημασία μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, θα ζήσω, θα επιβιώσω (συγγενές προς το βιόω)· άλλοι το θεωρούν Επικ. μέλ. του βαίνω.