θεματικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(16)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θεματικός]]) [[θέμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] λέξεως («θεματικό [[φωνήεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] της συζήτησης, στην ημερήσια [[διάταξη]] τών θεμάτων<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε [[θέμα]], σε [[διαμέρισμα]] του βυζαντινού κράτους<br />| |<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγώνες) αυτός που έχει συνδεθεί με [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> [[μουσικός]] [[τρόπος]] που αποσκοπεί στη [[δημιουργία]] εντύπωσης («ὁ [[φιλάνθρωπος]] καὶ [[θεματικός]] καλούμενος [[τρόπος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο οριζόμενος αυθαίρετα και σύμφωνα με την [[παράδοση]], [[πατροπαράδοτος]] («θεματικοί παρατηρήσεις», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συγκρ. βαθμού ως επίρρ.) <i>θεματικώτερον</i><br />(για τύπους λέξεων με διάφορα θέματα) συμφωνότερα [[προς]] τη [[ρίζα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θεματικός]]) [[θέμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] λέξεως («θεματικό [[φωνήεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέμα]] της συζήτησης, στην ημερήσια [[διάταξη]] τών θεμάτων<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε [[θέμα]], σε [[διαμέρισμα]] του βυζαντινού κράτους<br />| |<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγώνες) αυτός που έχει συνδεθεί με [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> [[μουσικός]] [[τρόπος]] που αποσκοπεί στη [[δημιουργία]] εντύπωσης («ὁ [[φιλάνθρωπος]] καὶ [[θεματικός]] καλούμενος [[τρόπος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο οριζόμενος αυθαίρετα και σύμφωνα με την [[παράδοση]], [[πατροπαράδοτος]] («θεματικοί παρατηρήσεις», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συγκρ. βαθμού ως επίρρ.) <i>θεματικώτερον</i><br />(για τύπους λέξεων με διάφορα θέματα) συμφωνότερα [[προς]] τη [[ρίζα]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεμᾰτικός:''' <b class="num">1)</b> рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект ([[ῥυθμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> грам. первоосновной, корневой ([[ῥῆμα]]).
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμᾰτικός Medium diacritics: θεματικός Low diacritics: θεματικός Capitals: ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thematikós Transliteration B: thematikos Transliteration C: thematikos Beta Code: qematiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a θέμα:    I that in which a valuable prize is proposed, ἀγὼν θ., opp. στεφανίτης and φυλλίτης, Poll.3.153, cf. IG3.128.20, IGRom.4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), LW894.17 (Delph.); τρόπος θ. a style calculated for effect, Plu.2.1135c; cf. θεματίτης.    II arbitrarily fixed, traditional, παρατηρήσεις Phld. Rh.1.195S.: -κόν, τό, ib.151S.    2 Gramm., primary, not derivative, e.g. ἄμφω, which has no sg., EM91.33: θεματικά, τά, elements, ib.232.21: Comp., θεματικώτερα <μέρη> τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα principal parts, A.D.Adv.121.5; -ώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν the personal pronouns form their genders from different θέματα, Id.Pron.110.24. Adv. Comp. -ώτερον, κλιθῆναι by means of different θέματα, e.g. ἐγώ, ἐμοῦ, Id.Synt.102.4.

German (Pape)

[Seite 1193] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Ggstz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13.

Greek (Liddell-Scott)

θεμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θέμα: 1) ἐκεῖνος δι’ ὃν πρόκειται βραβεῖον, ἀγών θ. = ἀργυρίτης, ἀντίθ. στεφανίτης καὶ φυλλίτης, Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς τρόπος ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. θεματίτης. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, πρωτότυπος λέξις, Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται (θέμα 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait, institué ou arrangé en vue d’un prix proposé.
Étymologie: θέμα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θεματικός) θέμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν»)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα της συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων
μσν.
(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε διαμέρισμα του βυζαντινού κράτους

Russian (Dvoretsky)

θεμᾰτικός: 1) рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект (ῥυθμός Plut.);
2) грам. первоосновной, корневой (ῥῆμα).