καθηγεμών: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθηγεμών]], -όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. [[κατηγεμών]], δωρ. [[καθαγεμών]]) [[καθηγοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]]<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]], [[καθοδηγητής]] («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο επικεφαλής, ο [[οδηγός]] («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]], [[εξουσιαστής]] («Ἀράτῳ καθηγεμόνι [[χρησάμενος]] περὶ τῶν ὅλων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως όν. θεών) [[αρχηγέτης]], [[ρυθμιστής]] («τῶ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι», Στωικ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κυρίαρχος]], [[κύριος]] («καθηγεμόνες ταττόμενοι τὸν θυμόν», ΠΔ). | |mltxt=[[καθηγεμών]], -όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. [[κατηγεμών]], δωρ. [[καθαγεμών]]) [[καθηγοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]]<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]], [[καθοδηγητής]] («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο επικεφαλής, ο [[οδηγός]] («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]], [[εξουσιαστής]] («Ἀράτῳ καθηγεμόνι [[χρησάμενος]] περὶ τῶν ὅλων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως όν. θεών) [[αρχηγέτης]], [[ρυθμιστής]] («τῶ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι», Στωικ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κυρίαρχος]], [[κύριος]] («καθηγεμόνες ταττόμενοι τὸν θυμόν», ΠΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθηγεμών:''' -όνος, ὁ, ἡ, [[αρχηγός]], [[οδηγός]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. κατηγ-, Dor. καθᾱγ-, όνος, ὁ, ἡ,
A leader, guide, τῆς ὁδοῦ Hdt.7.128, cf. Plb.3.48.11; pilot, Id.4.40.8; of a statesman, Ἀράτῳ καθηγεμόνι Χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων Id.7.14.4; of the founders of the Epicurean school, Phld.Rh.1.49S., Ir.p.89 W., al.; of Crates, Jul. Or.6.202d; κ. τῆς ἀρετῆς in or to virtue, Plu.Dio1; as a title of gods, Διόνυσος κ. CIG3068 (Teos); τᾷ εὐεργέτιδι καὶ καθαγεμόνι τᾶς πόλιος SIG559.36 (Arc., from Magn. Mae., iii B.C.); Ἀφροδίτην κ. ποιεῖσθαι Plu.Thes.18; of divinities, τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι Stoic.1.43; καθηγεμόνες εὐτυχοῦς ἀρχῆς OGI 383.86 (Nemrud Dagh, i B.C.): metaph., κ. ταττόμενοι τὸν θυμόν LXX 2 Ma.10.28.
German (Pape)
[Seite 1284] όνος, ὁ, ion. κατηγεμών, = simplex; τῆς ὁδοῦ, Wegweiser, Her. 7, 128; καὶ ὁδηγοί Pol. 3, 48, 11; Sp., wie Plut. Thes. 18; Führer, Leiter, περὶ τῶν ὅλων Pol. 7, 14, 4, wie τῆς ἀρετῆς Plut. Dion. 1.
Greek (Liddell-Scott)
καθηγεμών: -όνος, ὁ, ἡ, = ἡγεμών, ὁδηγός, καθηγεμὼν τῆς ὁδοῦ Ἡρόδ. 7. 128, πρβλ. Πολύβ. 3. 48, 11· Ἀράτῳ καθηγεμόνι χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 7. 14, 4· καθ. τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν ἀρετήν, Πλουτ. Δίων 1· ὡς ὄνομα θεῶν, παραπλὴσιον τῷ ἀρχηγέτης, Διόνυσος καθ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067 68Α· Ἀφροδίτη καθ. Πλουτ. Θησ. 18· ἴδε Böchk Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 657. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθηγεμών· ὁδηγός. διδάσκαλος».
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
1 guide, conducteur ; καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς PLUT guide dans le chemin de la vertu;
2 maître.
Étymologie: καθηγέομαι.
Greek Monolingual
καθηγεμών, -όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) καθηγοῡμαι
1. ηγεμόνας
2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.)
2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ καθηγεμόνι χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων», Πολ.)
3. (ως όν. θεών) αρχηγέτης, ρυθμιστής («τῶ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι», Στωικ.)
4. μτφ. κυρίαρχος, κύριος («καθηγεμόνες ταττόμενοι τὸν θυμόν», ΠΔ).