κατοικία: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(20) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κατοικία]], η (AM [[κατοικία]]) [[κατοικώ]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] [[περίφρακτος]] και στεγασμένος στον οποίο διαμένει [[κάποιος]], το [[οικοδόμημα]] στο οποίο κατοικεί [[κάποιος]], το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], [[τόπος]] διαμονής (α. «έχει την [[κατοικία]] του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[στήνω]] [[κατοικία]]» — εγκαθίσταμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνικό [[σύνολο]], [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> [[κατοίκηση]], [[διαμονή]] («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποικία]] («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων από κάποια [[φυλή]] που κατοικούν σε [[ξένη]] [[χώρα]]. | |mltxt=και [[κατοικία]], η (AM [[κατοικία]]) [[κατοικώ]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] [[περίφρακτος]] και στεγασμένος στον οποίο διαμένει [[κάποιος]], το [[οικοδόμημα]] στο οποίο κατοικεί [[κάποιος]], το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], [[τόπος]] διαμονής (α. «έχει την [[κατοικία]] του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[στήνω]] [[κατοικία]]» — εγκαθίσταμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνικό [[σύνολο]], [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> [[κατοίκηση]], [[διαμονή]] («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποικία]] («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων από κάποια [[φυλή]] που κατοικούν σε [[ξένη]] [[χώρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατοικία:''' ἡ, [[τόπος]] διαμονής, [[αποικία]]· [[ίδρυση]] αποικίας, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling-place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.). 2 settlement, colony, Str.5.4.11; esp. of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47. 3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
établissement d’une colonie ; colonie.
Étymologie: κατά, οἰκία.
English (Strong)
residence (properly, the condition; but by implication, the abode itself): habitation.
English (Thayer)
κατοικίας, ἡ (κατοικέω), dwelling, habitation: Sept.; Polybius 2,32, 4; Strabo, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
και κατοικία, η (AM κατοικία) κατοικώ
1. χώρος περίφρακτος και στεγασμένος στον οποίο διαμένει κάποιος, το οικοδόμημα στο οποίο κατοικεί κάποιος, το σπίτι
2. ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, τόπος διαμονής (α. «έχει την κατοικία του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», Στράβ.)
μσν.
φρ. «στήνω κατοικία» — εγκαθίσταμαι
μσν.-αρχ.
1. κοινωνικό σύνολο, κοινωνία
2. κατοίκηση, διαμονή («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», Πολ.)
αρχ.
1. αποικία («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», Στράβ.)
2. σύνολο ανθρώπων από κάποια φυλή που κατοικούν σε ξένη χώρα.
Greek Monotonic
κατοικία: ἡ, τόπος διαμονής, αποικία· ίδρυση αποικίας, σε Πλούτ.