ἀλύπητος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύπητος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο [[άλυπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αισθάνεται [[λύπη]] για τους άλλους, [[ανελέητος]], [[άσπλαχνος]], [[άπονος]], [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί [[κανείς]]<br /><b>3.</b> [[αφειδής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αλύπητα</i><br />α) [[χωρίς]] [[λύπη]], ανελέητα, σκληρά<br />β) αφειδώς, άφθονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν προξενεί [[λύπη]], ο μη [[λυπηρός]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αλυπήτως</i><br />[[δίχως]] [[πρόκληση]] λύπης ή πόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυπώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυπησιά]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύπητος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο [[άλυπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αισθάνεται [[λύπη]] για τους άλλους, [[ανελέητος]], [[άσπλαχνος]], [[άπονος]], [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί [[κανείς]]<br /><b>3.</b> [[αφειδής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αλύπητα</i><br />α) [[χωρίς]] [[λύπη]], ανελέητα, σκληρά<br />β) αφειδώς, άφθονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν προξενεί [[λύπη]], ο μη [[λυπηρός]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αλυπήτως</i><br />[[δίχως]] [[πρόκληση]] λύπης ή πόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυπώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυπησιά]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλύπητος:''' -ον (λῡπέω),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν λυπάται ή δεν θλίβεται, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡπητος Medium diacritics: ἀλύπητος Low diacritics: αλύπητος Capitals: ΑΛΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: alýpētos Transliteration B: alypētos Transliteration C: alypitos Beta Code: a)lu/phtos

English (LSJ)

ον,

   A not pained or grieved, S.Tr. 168.    II Act., not causing pain, S.OC1662 (but v. sub ἀλάμπετος): so Adv. -τως Pl.Lg.958e.

German (Pape)

[Seite 110] ungekränkt, nichtbetrübt, βίος Soph. Trach. 167; γῆς βάθρον O. C. 1658, mit der v. l. ἀλάμπετος, wird act. erkl., nicht betrübend, schmerzlos, wie es Hippocr. braucht; ebenso adv., Plat. Legg. XII, 958 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύπητος: -ον, ὁ μὴ λυπούμενος ἢ θλιβόμενος, Σοφ. Τρ. 168. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν πόνον ἢ λύπην, Σοφ. Ο. Κ. 1662 (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. ἀλάμπετος): οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. -τως, Πλάτ. Νόμ. 958Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 exempt de chagrin;
2 qui ne cause pas de chagrin.
Étymologie: ἀ, λυπέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῡ-]
I 1libre de penas, sin tristeza, βίος S.Tr.168, αἰών 2Ep.Clem.19.4, cf. Theopomp.Hist.399.
2 no dañino, inofensivo c. dat. ἀλύπητοι δόμοις E.Fr.1.9 Bond.
II adv. -ως sin dolor, sin pena τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα ... ἀ. τοῖς ζῶσι ... κρύπτειν Pl.Lg.958e, Clem.Al.Strom.7.12.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλύπητος, -ον)
αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός
2. αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί κανείς
3. αφειδής, άφθονος
4. επίρρ. αλύπητα
α) χωρίς λύπη, ανελέητα, σκληρά
β) αφειδώς, άφθονα
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί λύπη, ο μη λυπηρός
2. επίρρ. αλυπήτως
δίχως πρόκληση λύπης ή πόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυπώ.
ΠΑΡ. αλυπησιά].

Greek Monotonic

ἀλύπητος: -ον (λῡπέω),
I. αυτός που δεν λυπάται ή δεν θλίβεται, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.