ἀνακῶς: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνακῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> επιμελώς, με [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνακῶς]] ἔχω τινός», [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ἀνακῶς]] απαντά [[πάντα]] σε φράσεις του τ. [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός</i>. Ο τ. δημιουργήθηκε [[είτε]] από θ. <i>ἀνακ</i>-([[ἄναξ]] «αυτός που επαγρυπνά για [[κάτι]]»), [[άποψη]] που δἐχονται και οι αρχαίοι γραμματικοί, [[είτε]] από τ. <i>ἀνακόως</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακόος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακοέω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοέω]]). (Πρβλ. και [[ἀμνοκῶν]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμνοκόων</i>)]. | |mltxt=[[ἀνακῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> επιμελώς, με [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνακῶς]] ἔχω τινός», [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ἀνακῶς]] απαντά [[πάντα]] σε φράσεις του τ. [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός</i>. Ο τ. δημιουργήθηκε [[είτε]] από θ. <i>ἀνακ</i>-([[ἄναξ]] «αυτός που επαγρυπνά για [[κάτι]]»), [[άποψη]] που δἐχονται και οι αρχαίοι γραμματικοί, [[είτε]] από τ. <i>ἀνακόως</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακόος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακοέω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοέω]]). (Πρβλ. και [[ἀμνοκῶν]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμνοκόων</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνᾰκῶς:''' επίρρ. ([[ἄναξ]], [[διοικητής]], [[επιμελητής]]), προσεκτικά, επιμελώς, [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός, [[μεριμνώ]] για [[κάτι]], [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]] σ' αυτό, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A carefully, ἀνακῶς ἔχειν τινός look well to a thing, give good heed to it, Hdt.1.24, 8.109, Th.8.102, Plu.Thes.33; ἀ. θεραπεύειν Hp.Carn.19; τὰς (τῆς Pierson) θύρας ἀ. ἔχων Pl.Com.202.— Dor. acc. to Erot. s. v., but found in Ion. and Early Att. (Connected with ἄναξ by Plu. l. c., cf. AB391, Phot.p.113R.)
German (Pape)
[Seite 194] (nach Döderlein für ἀνεχῶς, einfacher von ἄναξ, ἀνακός, eigtl. Besorger, Verwalter), ἀνακῶς ἔχειν τινός, Acht haben, Sorge tragen für etwas, Her. 1, 24. 8, 109; Thuc. 8, 102; Plat. com. bei Moer.; Plut. Thes. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῶς: ἐπίρρ., ἐπιμελῶς: - ἀνακῶς ἔχειν τινός, φροντίζειν, μεριμνᾶν περί τινος, καταβάλλειν δι’ αὐτὸ πολλὴν ἐπιμέλειαν, Ἡροδ. 1. 24, 8. 109, Θουκ. 8. 102, Πλουτ. Θησ. 33· ἐν Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 22, ἀντὶ τοῦ τὰς θύρας ἀν. ἔχων, πρέπει νὰ διορθωθῇ τῆς ἢ τὰς θύρας. - Ὁ Ἐρωτιανὸς ἀναφέρων τὴν λέξιν λέγει ὅτι εἶναι Δωρική, ἀλλ’ ὡς καταφαίνεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων εὕρηται παρά τε τοῖς Ἀττικοῖς καὶ ἄλλοις: «ἀνακῶς, ἐπιμελῶς καὶ περιπεφυλαγμένως· ἔστι δὲ ἡ λέξις Δωρική» Ἐρωτ. (Ἐκ τοῦ ἀνακὸς = ἄναξ, διοικητής, ἐπιμελητής, πρβλ. Ἄνακες).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec soin : ἀνακῶς ἔχειν τινός avoir soin de qch.
Étymologie: ἀνάσσω.
Spanish (DGE)
(ἀνᾰκῶς)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. cuidadosamente ἢν δέ τις ἀνακῶς θεραπεύῃ Hp.Carn.19, ἀ. ἔχειν atender cuidadosamente Plu.Thes.33, ἀνακῶς δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων tener cuidado con los marinos Hdt.1.24, cf. 8.109, ὅπως αὐτῶν ἀνακῶς ἕξουσιν Th.8.102, τῆς θύρας ἀ. ἔχειν Pl.Com.177A, cf. Moer.43.
• Etimología: Es prob. que se relacione con ἄναξ, en cuyo caso el sent. antiguo de esta palabra sería ‘velando por’. El que el adv. esté formado sobre un tema ἀνακ- en lugar de ἀνακτ- no plantea dificultad esp. teniendo en cuenta ἀνακός, ἄνακες.
Greek Monolingual
ἀνακῶς επίρρ. (Α)
1. επιμελώς, με φροντίδα
2. φρ. «ἀνακῶς ἔχω τινός», φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ἀνακῶς απαντά πάντα σε φράσεις του τ. ἀνακῶς ἔχειν τινός. Ο τ. δημιουργήθηκε είτε από θ. ἀνακ-(ἄναξ «αυτός που επαγρυπνά για κάτι»), άποψη που δἐχονται και οι αρχαίοι γραμματικοί, είτε από τ. ἀνακόως (< ἀνακόος < ἀνακοέω < κοέω). (Πρβλ. και ἀμνοκῶν < ἀμνοκόων)].
Greek Monotonic
ἀνᾰκῶς: επίρρ. (ἄναξ, διοικητής, επιμελητής), προσεκτικά, επιμελώς, ἀνακῶς ἔχειν τινός, μεριμνώ για κάτι, καταβάλλω μεγάλη επιμέλεια σ' αυτό, σε Ηρόδ., Θουκ.