ἀντίπορος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[απέναντι]] [[ακτή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀντίπορος]] [[λόφος]]» — ο [[απέναντι]] [[λόφος]]. | |mltxt=[[ἀντίπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[απέναντι]] [[ακτή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀντίπορος]] [[λόφος]]» — ο [[απέναντι]] [[λόφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίπορος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στην [[αντίπερα]] [[ακτή]], σε Αισχύλ.· <i>Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον</i>, δηλ. ο [[ναός]] της στην Αυλίδα από το [[απέναντι]] [[μέρος]] της Χαλκίδας, στον ίδ.· [[απλώς]], ο [[απέναντι]], [[αντίθετος]], ως προς, <i>τινι</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἀντίπορθμος, on the opposite coast, ἐς ἀ. γείτονα χώραν, i.e. Europe, as separated by a strait from Asia, A.Pers.66, cf. Supp.544, E.Med.210; Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, i.e. her templeat Aulis over against Chalcis in Euboea, Id.IA1494 (all lyr. passages): —in X.An.4.2.18 τὸν ἀ. λόφον τῷ μαστῷ, simply, over against, opposite to.
German (Pape)
[Seite 259] gegenüber, bes. jenseit des Meeres gelegen, Aesch. Pers. 67 Suppl. 539 Eur. I. A. 1493; allgemeiner, λόφος ἀντίπορος μαστῷ Xen. An. 4, 2, 18; vgl. Arr. An. 4, 27, 3, wo die Lesart der Handschriften ἀντίῤῥοπος richtig von Schneider geändert ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπορος: -ον, ὡς τὸ ἀντίπορθμος, ὁ ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ἀκτῆς, πεπέρακεν μὲν ὁ ... βασίλειος στρατὸς εἰς ἀντίπορον γείτονα χώραν, δηλ. τὴν Εὐρώπην ὡς κεχωρισμένην ἀπὸ τῆς Ἀσίας διὰ τοῦ Ἑλλησπόντου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66, πρβλ. Ἱκ. 544, Εὐρ. Μήδ. 210· οὕτως, Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, ὅ ἐ. ὁ ναὸς αὐτῆς ἐν Αυλίδι κατὰ τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς Χαλκίδος ἐν Εὐβοίᾳ, ὁ αὐτ. Ι. Α. 1494, πάντα χωρία λυρικά· ― ἐν Ξεν. Ἀν. 4 2, 18 τὸν ἀντ. λόφον τῷ μαστῷ σημαίνει ἁπλῶς, τὸν ἀπέναντι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 situé sur la rive opposée;
2 situé en face de, gén..
Étymologie: ἀντί, πόρος.
Spanish (DGE)
-ον
1 situado al otro lado del estrecho, en la costa opuestaεἰς ἀντίπορον γείτονα χώραν a la tierra vecina que está en la otra ribera (del Helesponto), A.Pers.66, Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον Ártemis que reside frente a Cálcide (al otro lado del Euripo), E.IA 1494, πατρίς Musae.215, cf. A.Supp.544, E.Med.210.
2 situado en frente de c. dat. οἱ βάρβαροι ἧκον ἐπ' ἀντίπορον λόφον τῷ μαστῷ X.An.4.2.18
•de las miradas de frente καὶ θεὸν αὐτογένεθλον ἐν ἀντιπόροισιν ὀπωπαῖς οὔποτέ τις σκοπίαζεν Nonn.Par.Eu.Io.1.18.
3 de los vientos contrario ἀντίποροις βακχεύετο πόντος ἀέλλαις Nonn.D.32.154, cf. 5.54, Par.Eu.Io.6.18.
Greek Monolingual
ἀντίπορος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι ακτή
2. φρ. «ἀντίπορος λόφος» — ο απέναντι λόφος.
Greek Monotonic
ἀντίπορος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην αντίπερα ακτή, σε Αισχύλ.· Ἄρτεμιν Χαλκίδος ἀντίπορον, δηλ. ο ναός της στην Αυλίδα από το απέναντι μέρος της Χαλκίδας, στον ίδ.· απλώς, ο απέναντι, αντίθετος, ως προς, τινι, σε Ξεν.