ἀποκοπή: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀποκοπή]]) [[αποκόπτω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]], η [[αφαίρεση]] με [[κόψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> [[μορφή]] σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο [[φαινόμενο]] της αποβολής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθορισμένο [[ποσό]], [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> «[[παίρνω]] ([[κάτι]]) κατ' αποκοπήν» ή «το [[πήρα]] [[αποκοπή]]» — [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) απότομο, απόκρημνο [[τέρμα]]<br /><b>3.</b> (για ασθένειες) απότομη [[εξάλειψη]], [[θεραπεία]]<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — [[εξάλειψη]] των [[χρεών]]<br /><b>2.</b> «ῥυθμοῡ [[ἀποκοπή]]» — [[διατάραξη]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα<br /><b>4.</b> «[[ἀποκοπή]] φωνῆς» — η [[απώλεια]] της φωνής.
|mltxt=η (AM [[ἀποκοπή]]) [[αποκόπτω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]], η [[αφαίρεση]] με [[κόψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> [[μορφή]] σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο [[φαινόμενο]] της αποβολής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθορισμένο [[ποσό]], [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> «[[παίρνω]] ([[κάτι]]) κατ' αποκοπήν» ή «το [[πήρα]] [[αποκοπή]]» — [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) απότομο, απόκρημνο [[τέρμα]]<br /><b>3.</b> (για ασθένειες) απότομη [[εξάλειψη]], [[θεραπεία]]<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — [[εξάλειψη]] των [[χρεών]]<br /><b>2.</b> «ῥυθμοῡ [[ἀποκοπή]]» — [[διατάραξη]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα<br /><b>4.</b> «[[ἀποκοπή]] φωνῆς» — η [[απώλεια]] της φωνής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκοπή:''' ἡ ([[ἀποκόπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αποκοπή]], σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ [[χρεῶν]], το Ρωμ. tabulae novae, η [[παραγραφή]] όλων των οφειλών, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στη Γραμμ., [[αποκοπή]], δηλ. η [[αποκοπή]] ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, [[ιδίως]] από το [[τέλος]] της λέξης.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοπή Medium diacritics: ἀποκοπή Low diacritics: αποκοπή Capitals: ΑΠΟΚΟΠΗ
Transliteration A: apokopḗ Transliteration B: apokopē Transliteration C: apokopi Beta Code: a)pokoph/

English (LSJ)

ἡ, (ἀποκόπτω)

   A cutting off, κρατός A.Supp.841, cf. Hp.Mochl.34; lopping off a shoot for grafting, M.Ant.11.8: Medic., amputation, Archig. ap. Orib.47.13.3; stoppage, ἐμμηίνων Sor.1.26.    2 πεδίων ἀ., prob.their abrupt terminations, Plu.Phil.4, cf. Gp.12.41.1.    3 φωνῆς ἀ. loss of voice, Dsc.2.120, cf. Gal.13.31.    II ἀποκοπαζ χρεῶν cancelling of all debts, And.1.88, Pl.R.566a, Jusj. ap. D.24.149, etc.    III abruptness, esp. of literary style, Demetr.Eloc.238; ἀ. ῥυθμοῦ broken rhythm, ib.6; ἐξ ἀποκοπῆς abruptly, D.H.Th.52; also of disease, ἐξ ἀ. λυθῆναι to be suddenly cured, Gal.7.441.    IV section, extract, λόγου Tryph.Trop.7.    V in Gramm., apocope, cutting off of one or more letters, esp. at the end of a word, Arist.Po.1458b2 (pl.), cf. A.D.Synt.6.11; κατ' ἀποκοπήν Str.8.5.3; also of elliptical expressions, such as νὴ τόν, Ph.2.271.

German (Pape)

[Seite 308] ἡ. 1) das Abschlagen, Abhauen, κρατός Aesch. Suppl. 821; τῶν χρεῶν, Schuldentilgung, tabulae novae, Plat. Legg. V, 736 c u. öfter; Andoc. 1, 88 Dem. 24, 149 Plut. Sol. 15. – 2) Bei den Gramm. Weglassung eines oder mehrerer Buchstaben, bes. am Ende eines Wortes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοπή: ἡ, (ἀποκόπτω) τὸ ἀποκόπτειν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 841, Ἱππ. Μοχλ. 860· ἐν Ἀθήναις, ἀποκοπὴ χρεῶν = τῷ Ρωμ. tabulae novae, ἀπάλειψις τῶν παλαιῶν χρεῶν, Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Πολ. 566Α, Νόμ. 736C· οὐδὲ τῶν χρεῶν τῶν ἰδίων ἀποκοπὰς Ὅρκος παρὰ Δημ. 746. 24, κτλ.· πρβλ. τὴν σεισάχθειαν τοῦ Σόλωνος, Πλουτ. Σόλ. 15. 2) ἐν Πλουτ. Φιλοπ. 4, πεδίων ἀπ., πιθ. τὰ ἀπότομα αὐτῶν πέρατα ἢ ὅρια. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ἀποκοπή, τὸ ἀποκόπτειν ἓν ἢ περισσότερα γράμματα, ἰδίως εἰς τὸ τέλος λέξεως, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 22. 8· καὶ ἴδε τὴν λεξ. συγκοπή. ΙΙΙ. φωνῆς ἀπ., ἀπώλεια, ὅταν κόπτηται ἡ φωνή τινος, Διοσκ. 2. 146.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retranchement, amputation ; fig. ἀποκοπή τῶν χρεῶν PLUT abolition ou remise des dettes ; t. de gramm. apocope;
2 pente abrupte.
Étymologie: ἀποκόπτω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): -ά A.Supp.841
I 1c. gen. obj. o abs. corte, amputación de miembros del cuerpo κρατός A.l.c., χειρῶν Diog.Oen.47.3.5, del cordón umbilical, Clem.Al.Paed.1.6.39, τοῦ στελέχους Gp.12.41.1
sin rég., ref. a miembros del cuerpo ἀποκοπαὶ ἢ ἐν ἄρθρῳ ἢ κατὰ τὰ ὀστέα Hp.Mochl.34, Archig. en Orib.47.13.3, ref. a plantas, M.Ant.11.8
πεδίων ἀ. final escarpado de un llano Plu.Phil.4.
2 cancelación χρεῶν And.Myst.88, Pl.R.566a, Lg.684e, 736c, juram. en D.24.149, Arist.Ath.6, ICr.3.4.8.23 (Itanos III a.C.), Plu.2.226b, D.C.Epit.7.14.3.
3 separación, divorcio βιβλίον ἀποκοπῆς libelo de separación Aq.De.24.3.
4 gram. apócope τῶν ὀνομάτων Arist.Po.1458b2, cf. A.D.Synt.6.11, Trypho Trop.p.198, Priscian.Inst.2.373, Macr.Exc.5.640, de Μέσση por Μεσσήνη Str.8.5.3, de expresiones braquilógicas usadas en los juramentos, como νὴ τόν, μὰ τόν Ph.2.271.
5 del estilo literario, etc. carácter abrupto, entrecortado Demetr.Eloc.238, ἀ. τοῦ ῥυθμοῦ ritmo entrecortado Demetr.Eloc.6.
6 ἐξ ἀποκοπῆς abrupta, repentinamente D.H.Th.52, tb. de una enfermedad ἐξ ἀποκοπῆς λυθῆναι curarse repentinamente Gal.7.441.
II c. gen. subjet. cesación, cese ἐμμήνων Sor.17.4, φωνῆς ἀ. pérdida de la voz, afonía Dsc.2.120, φωνῶν Gal.13.31, τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.4.9.73
reducción, rebaja ἐκ τῶν ... ἑτέρων (ταλάντων) UPZ 225.21 (Tebas II a.C.), τὰ ὑπὲρ ἀποκοπῆς ὀφειλόμενα PThmouis 1.112.19, 1.129.22 (II d.C.).

Greek Monolingual

η (AM ἀποκοπή) αποκόπτω
1. το κόψιμο, η αφαίρεση με κόψιμο
2. (Γραμμ.) μορφή σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο φαινόμενο της αποβολής
μσν.- νεοελλ.
1. καθορισμένο ποσό, τιμή
2. αμοιβή
νεοελλ.
φρ.
1. «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων
2. «παίρνω (κάτι) κατ' αποκοπήν» ή «το πήρα αποκοπή» — ασχολούμαι αποκλειστικά με κάτι
μσν.
εγγύηση
αρχ.
Ι. 1. αφαίρεση, απόσπαση
2. (για περιοχή) απότομο, απόκρημνο τέρμα
3. (για ασθένειες) απότομη εξάλειψη, θεραπεία
II. φρ.
1. «χρεῶν ἀποκοπή» — εξάλειψη των χρεών
2. «ῥυθμοῡ ἀποκοπή» — διατάραξη του ρυθμού
3. «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα
4. «ἀποκοπή φωνῆς» — η απώλεια της φωνής.

Greek Monotonic

ἀποκοπή: ἡ (ἀποκόπτω
I. αποκοπή, σε Αισχύλ.· ἀποκοπὴ χρεῶν, το Ρωμ. tabulae novae, η παραγραφή όλων των οφειλών, σε Πλάτ.
II. στη Γραμμ., αποκοπή, δηλ. η αποκοπή ενός ή περισσοτέρων γραμμάτων, ιδίως από το τέλος της λέξης.