βρῖθος: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=βρῑθος, το (Α)<br />[[βάρος]], [[φορτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[βριθύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εμβριθής]], [[σιδηροβριθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβριθής]], <i>διαβριθής</i>, [[επιβριθής]], [[εριβριθής]], [[ευβριθής]], [[οπισθοβριθής]], [[πυριβριθής]], [[σαυροβριθής]], [[στερνοβριθής]], [[υπερβριθής]], [[χθονοβριθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλσοβριθής]], [[ανθοβριθής]], [[ανθρακοβριθής]], <i>ανθρωποβριθής</i>, <i>αραχνοβριθής</i>, <i>αστεροβριθής</i>, <i>βιβλιοβριθής</i>, [[εντομοβριθής]], [[κοσμοβριθής]], [[κονιορτοβριθής]], <i>μαργαριτοβριθής</i>, [[μικροβιοβριθής]], [[χαλαζοβριθής]], [[χαλικοβριθής]], [[χαριτοβριθής]], [[χορτοβριθής]]].
|mltxt=βρῑθος, το (Α)<br />[[βάρος]], [[φορτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[βριθύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εμβριθής]], [[σιδηροβριθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβριθής]], <i>διαβριθής</i>, [[επιβριθής]], [[εριβριθής]], [[ευβριθής]], [[οπισθοβριθής]], [[πυριβριθής]], [[σαυροβριθής]], [[στερνοβριθής]], [[υπερβριθής]], [[χθονοβριθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλσοβριθής]], [[ανθοβριθής]], [[ανθρακοβριθής]], <i>ανθρωποβριθής</i>, <i>αραχνοβριθής</i>, <i>αστεροβριθής</i>, <i>βιβλιοβριθής</i>, [[εντομοβριθής]], [[κοσμοβριθής]], [[κονιορτοβριθής]], <i>μαργαριτοβριθής</i>, [[μικροβιοβριθής]], [[χαλαζοβριθής]], [[χαλικοβριθής]], [[χαριτοβριθής]], [[χορτοβριθής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρῖθος:''' -εος, τό (βρῑθύς), [[βάρος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῖθος Medium diacritics: βρῖθος Low diacritics: βρίθος Capitals: ΒΡΙΘΟΣ
Transliteration A: brîthos Transliteration B: brithos Transliteration C: vrithos Beta Code: bri=qos

English (LSJ)

εος, τό,

   A weight, Hp.Mul.1.48, E.Tr.1050, Plu.Marc.15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29.

German (Pape)

[Seite 464] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρῖθος: -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.

French (Bailly abrégé)

ion. εος, att. ους (τό) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: cf. βριθύς, βρίθω.

Spanish (DGE)

-εος, τό
peso β. γίνεται ἐν τῇσι μέτρῃσι Hp.Mul.1.48, μεῖζον β. ἢ πάροιθ' ἔχει; ¿pesa más que antes? ref. a Helena, E.Tr.1050, τὸ τῆς κύστεως β. Mnesith.Ath.51.19, δραχμάων τρίφατον δεκάδος ... β. Nic.Th.102, μηδενὸς ὅλως τὸ β. στέγοντος de las piedras lanzadas como proyectiles, Plu.Marc.15
fig. τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον algunas de las desgracias tienen un peso e influencia en la vida Arist.EN 1101a29.

Greek Monolingual

βρῑθος, το (Α)
βάρος, φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής
αρχ.
αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής
νεοελλ.
αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].

Greek Monotonic

βρῖθος: -εος, τό (βρῑθύς), βάρος, σε Ευρ.