δραστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αποτέλεσμα]] με τη [[δράση]] του, [[αποτελεσματικός]] («δραστικά [[μέτρα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) δυνατό, ισχυρό («δραστικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που [[είναι]] η [[αιτία]] για [[κάτι]], η [[δημιουργός]] [[αιτία]] («πονηρὸς δὲ ὁ [[δραστικός]] κακοῡ»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) [[ενεργητικός]]<br />β) [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[δράση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δραστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αποτέλεσμα]] με τη [[δράση]] του, [[αποτελεσματικός]] («δραστικά [[μέτρα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) δυνατό, ισχυρό («δραστικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που [[είναι]] η [[αιτία]] για [[κάτι]], η [[δημιουργός]] [[αιτία]] («πονηρὸς δὲ ὁ [[δραστικός]] κακοῡ»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) [[ενεργητικός]]<br />β) [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[δράση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δραστικός:''' -ή, -όν, = [[δραστήριος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραστικός Medium diacritics: δραστικός Low diacritics: δραστικός Capitals: ΔΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: drastikós Transliteration B: drastikos Transliteration C: drastikos Beta Code: drastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = δραστήριος, σχήματα representing attack, in a war-dance, Pl.Lg.815a; efficient (cause), δ. αἴτιον ὀργῆς Phld.Ir. p.98W., cf. D.1.14; δραστικοὺς τῶν κακῶν (τοὺς θεούς) ib.19, cf. Max. Tyr.18.2; παχυμεροῦς ὕλης δ., of river fish, Xenocr.9; of persons, Plu.Cor.21: Comp. διάνοια -ώτερον χειρός Ph.1.542: Sup., Onos.22.4.    2 active, opp. passive, δ. ποιότητες, ἀρχαί, Stoic.2.133, 134; -ώτατον τὸ θερμόν ib.135; -ώτατα στοιχεῖα Ph.2.142.    3 as Medic. term, drastic, Dsc.1.19.4 (Sup.); φάρμακον Gp.13.14.5, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.50. Adv. -κῶς Gal.10.368.    4 Gramm., δ. διάβασις, = δρᾶσις 1.3, A.D.Pron.115.6.

German (Pape)

[Seite 665] = δραστήριος; σχήματα Plat. Legg. VII, 815 a; ὁ θυμούμενος Plut. Coriol. 21 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δραστικός: -ή, -όν, = δραστήριος, Πλάτ. Νόμ. 815Α. 2) ὡς ἰατρ. ὅρος, ταχέως ἐνεργῶν. Διοσκ. 1. 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. δραστήριος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1destinado a la acción, ofensivo σχήματα de la danza pírrica, Pl.Lg.815a.
2 capaz, eficaz συνετὸς ὤν ἅμα καὶ δ. στρατηγός D.S.11.81, cf. 88, Plu.Cor.21, glos. a ὀτρηρός Sch.Il.1.321 en POxy.3237.1.2.29, μέθοδος Zos.Alch.Comm.Gen.10.122, c. gen. obj. ἀδικίας Max.Tyr.12.2
fil., ref. abstr. eficiente δραστικὸν αἴτιον ὀργῆς Phld.Ir.50.6, ἐνέργειαν δὲ τὴν δραστικὴν ὀνομάζω κίνησιν Gal.2.7, δραστικωτάτη γὰρ αὕτη (ἡ θερμότης) τῶν ποιοτήτων Gal.1.252, cf. Ph.2.142, Aristid.Quint.121.25
neutr. subst. τὸ δραστικόν cualidad de activo ἀνδρός D.S.4.6
capacidad, poder τὸ δ. δείκνυε μὴ τῷ δρᾷν κακῶς Gr.Naz.M.37.944A, αὐτὴν (τὴν καρδίαν) ἐνεργὸν εἶναι τῷ δραστικῷ τῆς δυνάμεως Gr.Nyss.M.44.248B, cf. Sch.Er.Il.11.72d.
II medic. drástico, efectivo, enérgico δραστικώτατοι καὶ ἰητρικώτατοι φάρμακοι Hp.Ep.16, δραστικωτάτην ἔχει τὴν δύναμιν Dsc.1.19.4, cf. Alex.Trall.2.103.19, Gp.13.14.5
que produce, que causa c. gen. obj. φλέγματος Diph.Siph. en Ath.355d, παχυμεροῦς ὕλης Xenocr.6.
III gram. de la acción, activo δραστικὴ διάβασις transición de la acción A.D.Pron.115.6
que expresa sentido activo, activo ἔννοια Aristarch. en Sch.Er.Il.11.270b, δραστικὴ διάθεσις diátesis activa Sch.D.T.401.2, δραστικὸν ῥῆμα verbo activo Sch.D.T.548.35.
IV adv. -ῶς de forma eficaz ἠκηκόει ... ὡς εἰ μή τις αὐτίκα βοηθήσειε δ., οὐδὲν ἀνύσει Gal.10.369.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δραστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που φέρνει αποτέλεσμα με τη δράση του, αποτελεσματικός («δραστικά μέτρα»)
2. (για φάρμακο) δυνατό, ισχυρό («δραστικό φάρμακο»)
3. δραστήριος
αρχ.-μσν.
1. ισχυρός, δυνατός
2. αυτός που παράγει κάτι, που είναι η αιτία για κάτι, η δημιουργός αιτία («πονηρὸς δὲ ὁ δραστικός κακοῡ»)
αρχ.
(για πρόσ.) α) ενεργητικός
β) ικανός ή κατάλληλος για δράση.

Greek Monotonic

δραστικός: -ή, -όν, = δραστήριος, σε Πλάτ.