εισφέρω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(10) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[εἰσφέρω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]], [[παρέχω]] και εγώ [[κάτι]] («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον | |mltxt=(AM [[εἰσφέρω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]], [[παρέχω]] και εγώ [[κάτι]] («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῖν τοὺς πολίτας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοηθώ]], [[συντελώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[απεικονίζω]]<br /><b>2.</b> [[ρέπω]], [[κλίνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[πληρώνω]] την «[[εισφορά]]»<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]], [[προξενώ]] [[δεινά]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]], [[προτείνω]]<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] μου, [[παρασύρω]]<br /><b>6.</b> [[εισάγω]] για τον εαυτό μου<br /><b>7.</b> [[εισηγούμαι]] [[κάτι]] καινούργιο<br /><b>8.</b> [[κοινολογώ]], λέω<br /><b>9.</b> [[ορμώ]]<br /><b>10.</b> (για πολιτικές πράξεις) [[υποβάλλω]] σε [[κρίση]], [[προτείνω]]<br /><b>11.</b> [[διορίζω]], [[προτείνω]] διορισμό<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> (για ενέργειες, καταστάσεις <b>κ.λπ.</b>) [[δείχνω]], [[φανερώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 26 March 2021
Greek Monolingual
(AM εἰσφέρω)
1. φέρνω, τοποθετώ μέσα
2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῖν τοὺς πολίτας», Πλούτ.)
νεοελλ.
βοηθώ, συντελώ
μσν.
1. παρουσιάζω, απεικονίζω
2. ρέπω, κλίνω σε κάτι
αρχ.
1. εισέρχομαι
2. (στην Αθήνα) πληρώνω την «εισφορά»
3. επιφέρω, προξενώ δεινά
4. εισάγω, προτείνω
5. φέρνω μαζί μου, παρασύρω
6. εισάγω για τον εαυτό μου
7. εισηγούμαι κάτι καινούργιο
8. κοινολογώ, λέω
9. ορμώ
10. (για πολιτικές πράξεις) υποβάλλω σε κρίση, προτείνω
11. διορίζω, προτείνω διορισμό
12. μέσ. (για ενέργειες, καταστάσεις κ.λπ.) δείχνω, φανερώνω.