ἐκσείω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐκσείω]])<br /><b>1.</b> [[σείω]] [[δυνατά]] [[προς]] τα έξω, [[τινάζω]] [[προς]] τα έξω, [[αποτινάζω]], εκτινάσω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βγάζω]] έξω από [[κάτι]], [[απομακρύνω]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]]. | |mltxt=(Α [[ἐκσείω]])<br /><b>1.</b> [[σείω]] [[δυνατά]] [[προς]] τα έξω, [[τινάζω]] [[προς]] τα έξω, [[αποτινάζω]], εκτινάσω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βγάζω]] έξω από [[κάτι]], [[απομακρύνω]], [[αφαιρώ]] [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κουνώ]], [[εκτρέπω]], <i>τι τινος</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A shake out or off, τῆς κεφαλῆς ἐ. [τὸ δέρμα] Hdt.4.64; ἐ. τὴν ἐσθῆτα shake out one's clothes, Plu.Ant.79:—Pass., ἐκσέσεισται χαμᾶζ (sc. ὁ τρίβων) Ar.Ach.344, cf. Gal.7.624. II drive out or forth, τῶν λογισμῶν ἐ. τινά Plu.Ant.14 ; ἐ. τὴν ἀπολογίαν reject it, D.S.18.66.
German (Pape)
[Seite 778] (s. σείω), heraus-, abschütteln; Her. 4, 64; ἐκσέσεισται χαμᾶζε Ar. Ach. 343; τὴν ἐσθῆτα, ausschütteln, Plut. Anton. 79; Timol. 15; θορύβοις τὴν ἀπολογίαν, verwerfen, D. Sic. 18, 66; τινά τινος, Plut. Anton. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσείω: σείω πρὸς τὰ ἔξω, ἐκτινάσσω, περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· ἐκσ. τὴν ἐσθῆτα, τινάσσω τὸ φόρεμά μου, Πλουτ. Ἀντών. 79: - Παθ., ἐκσέσεισται (ἐνν. ὁ τρίβων) Ἀριστοφ. Ἀχ. 343. ΙΙ. ἐξάγω, ἀπομακρύνω, Λατ. excutere, τούτων... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων δόξα Πλουτ. Ἀντών. 14· ἐκσ. τὴν ἀπολογίαν, ἀπορρίπτειν, Διόδ. 18. 66.
French (Bailly abrégé)
1 arracher en secouant;
2 détacher en ébranlant : τῶν λογισμῶν ἐκσ. τινά PLUT ébranler qqn et le faire renoncer à ses desseins.
Étymologie: ἐκ, σείω.
Spanish (DGE)
I 1arrancar con violencia τῆς κεφαλῆς ἐκσείει (τὸ δέρμα) arranca a tirones el cuero cabelludo de la cabeza Hdt.4.64, en v. pas. ὑπὸ πνευμάτων ὁ Διόνυσος ἐκσεισθεὶς εἰς τὸ θέατρον κατηνέχθη la imagen de Dioniso arrancada por los vientos fue precipitada al teatro Plu.Ant.60.
2 estirar con fuerza, sacudir τὴν ἐσθῆτα Plu.Ant.79, cf. Tim.15, perf. en v. med. ἐκσέσεισται χαμᾶζ' (ὁ τρίβων) ya está sacudido en el suelo (el capote) Ar.Ach.344
•náut. largar, tirar de ἐ. τοὺς κάλους largar rizos para desplegar las velas, Plb.6.44.6
•fig. deshacer τὸ ... πλῆθος τοῖς θορύβοις ἐξέσεισε τὴν ἀπολογίαν la multitud con sus abucheos deshizo la defensa D.S.18.66.
3 de pers. llevar fuera, sacar fuera, apartar en sent. propio o fig. ὁ δ' ἐκσείσας αὐτοὺς τῆς εὐσεβείας θυμὸς ἐποίησεν πλεονεκτῆσαι κατὰ τὴν μάχην pero el ardor que los había apartado del cumplimiento religioso (del descanso sabático) los hizo también llevar ventaja en la lucha I.BI 2.518, τούτων ... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων δόξα de estas cavilaciones lo sacó su reputación entre las masas Plu.Ant.14, cf. Arr.Epict.4.9.10, en v. pas. τῆς φάλαγγος ἐκσειόμενοι κατέπιπτον sacados de la falange se desplomaban I.BI 2.544, τοῦ δράκοντος ἐκσεισθέντες ταῖς πλοκαῖς siendo expulsados (al abismo ciertos herejes) por los anillos del dragón Meth.Symp.196, cf. Arr.Epict.4.9.11.
II intr. de pers. librarse de, apartarse ἐκσείων τῶν ἄλλων aislándose de los demás Luc.Tim.43.
Greek Monolingual
(Α ἐκσείω)
1. σείω δυνατά προς τα έξω, τινάζω προς τα έξω, αποτινάζω, εκτινάσω
2. μτφ. βγάζω έξω από κάτι, απομακρύνω, αφαιρώ κάτι.
Greek Monotonic
ἐκσείω: μέλ. -σω, κουνώ, εκτρέπω, τι τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., σε Αριστοφ.