ἐπαναπαύομαι: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(13) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπαναπαύω]] και [[ἐπαναπαύομαι]])<br /><b>μέσ.</b> βασίζομαι, [[στηρίζω]] τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφησυχάζω]], απαλλάσσομαι από [[κάθε]] [[μέριμνα]] ή [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> το [[ρίχνω]] έξω ([[επειδή]] στηρίζομαι σε άλλους)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[περνώ]] με [[μακαριότητα]] τη [[μετά]] θάνατο ζωή<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> <b>μέσ.</b> βασίζομαι, στηρίζομαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[ξενοιάζω]], [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακουμπώ]], [[στηρίζω]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μένω]] ικανοποιημένος, αρκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (ειδ. για [[μηχανή]]) [[σταματώ]], [[κάνω]] [[στάση]]<br /><b>4.</b> [[παραμένω]], [[διαμένω]]. | |mltxt=(AM [[ἐπαναπαύω]] και [[ἐπαναπαύομαι]])<br /><b>μέσ.</b> βασίζομαι, [[στηρίζω]] τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφησυχάζω]], απαλλάσσομαι από [[κάθε]] [[μέριμνα]] ή [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> το [[ρίχνω]] έξω ([[επειδή]] στηρίζομαι σε άλλους)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακουφίζω]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[περνώ]] με [[μακαριότητα]] τη [[μετά]] θάνατο ζωή<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> <b>μέσ.</b> βασίζομαι, στηρίζομαι σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[ξενοιάζω]], [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακουμπώ]], [[στηρίζω]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[μένω]] ικανοποιημένος, αρκούμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (ειδ. για [[μηχανή]]) [[σταματώ]], [[κάνω]] [[στάση]]<br /><b>4.</b> [[παραμένω]], [[διαμένω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαναπαύομαι:''' Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε [[κάτι]], στηρίζομαι πάνω του, <i>τινι</i> και [[ἐπί]] τινα, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 900] auf Etwas ausruhen, ruhen, τινί, Hdn. 2, 1, 2 u. a. Sp., bes. N. T.
English (Strong)
middle voice from ἐπί and ἀναπαύω; to settle on; literally (remain) or figuratively (rely): rest in (upon).
Greek Monolingual
(AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι)
μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)
νεοελλ.
1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία
2. το ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους)
μσν.
ενεργ.
1. ανακουφίζω κάποιον
2. μέσ. περνώ με μακαριότητα τη μετά θάνατο ζωή
3. (λογ.) μέσ. βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάτι
4. μέσ. ξενοιάζω, ησυχάζω
αρχ.
1. ακουμπώ, στηρίζω κάπου
2. μέσ. μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι
3. (ειδ. για μηχανή) σταματώ, κάνω στάση
4. παραμένω, διαμένω.
Greek Monotonic
ἐπαναπαύομαι: Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε κάτι, στηρίζομαι πάνω του, τινι και ἐπί τινα, σε Καινή Διαθήκη