ἐπιδίζημαι: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδίζημαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ζητώ]] να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ [[λόγος]] τον τε Κῡρον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαιτώ]], [[ζητώ]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίζημαι]] «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»]. | |mltxt=[[ἐπιδίζημαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]], [[ζητώ]] να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ [[λόγος]] τον τε Κῡρον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαιτώ]], [[ζητώ]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δίζημαι]] «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιδίζημαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ερευνώ]] [[επιπλέον]], [[προχωρώ]] [[παραπέρα]] στην [[εξερεύνηση]], σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]] για [[κάτι]] ή αιτούμαι [[επιπλέον]], στον ίδ.· ομοίως και, [[ἐπιδίζομαι]], σε Μόσχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A inquire besides, go on to inquire, Hdt.1.95. 2. seek for or demand besides, Id.5.106: so ἐπιδίζομαι Mosch.2.28.
German (Pape)
[Seite 938] (s. δίζημαι), noch dazu suchen, forschen, verlangen, Her. 1, 95. 5, 106.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 rechercher en outre;
2 demander en outre.
Étymologie: ἐπί, δίζημαι.
Greek Monolingual
ἐπιδίζημαι (Α)
1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τον τε Κῡρον», Ηρόδ.)
2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»].
Greek Monotonic
ἐπιδίζημαι: αποθ.,
1. ερευνώ επιπλέον, προχωρώ παραπέρα στην εξερεύνηση, σε Ηρόδ.·
2. ψάχνω για κάτι ή αιτούμαι επιπλέον, στον ίδ.· ομοίως και, ἐπιδίζομαι, σε Μόσχ.