ἐπιμιμνήσκομαι: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) [[μιμνᾑσκομαι]]<br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]] («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] [[κάτι]] [[παρεμπιπτόντως]]<br /><b>3.</b> [[υπενθυμίζω]]. | |mltxt=ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) [[μιμνᾑσκομαι]]<br />[[φέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]] («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] [[κάτι]] [[παρεμπιπτόντως]]<br /><b>3.</b> [[υπενθυμίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιμιμνήσκομαι:''' Ιων. επίσης -[[μνάομαι]], <i>-μνῶμαι</i>, μέλ. [[μνήσομαι]] ή <i>μνησθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεμνήσθην</i> ή <i>ἐπεμνησάμην</i>, παρακ. <i>ἐπιμέμνημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Παθ., [[σκέφτομαι]], [[θυμάμαι]] [[κάτι]], [[φέρνω]] στο νου μου κάποιον ή [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[μνεία]], [[αναφέρω]] κάποιον, <i>τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[περί]] τινος, στον ίδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -μνήσομαι Hdt.1.5, etc., rarely -μνησθήσομαι (Hdt.2.3, D.19.276): aor. -εμνήσθην Od.1.31, Hdt.1.85, etc., -εμνησάμην Il.17.103, A.Ch.623 (lyr.), etc.: pf. ἐπιμέμνημαι, late -μέμνησμαι POxy.791 (i A.D.):—bethink oneself of, remember, think of, c. gen., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων Il.15.662; κ' . . ἐπιμνησαίμεθα χάρμης we would think of battle, 17.103; τοῦ ὅ γ' ἐπιμνησθείς Od.1.31,4.189 (the only parts of the Verb used by Hom.). 2. make mention of, ἐπιμνησαίμεθα σεῖο ib.191, cf. Hdt.1.5,85, A.Ch.l.c., S.Ph.1400, etc.; οὗ δ' ἐπεμνήσθην `but, by the way', Herod.5.53, cf. 6.42; also ἐ. περί τινος Hdt.2.101, X.Cyr.1.6.12, Pl.Mx.239c, etc.: with neut. pron. in acc., τοσαῦτα ἐπιμνησθέντες Hdt.1.14, cf. 2.3; with gen. and acc., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν Id.6.136; also ἐ. ὅτι . . X.HG3.2.8; ἐ. περὶ γυναικῶν, ὡς . . Pl.Ti.18c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμιμνήσκομαι: (καὶ -ῄ-), Ἰων. ὡσαύτως ἐπιμνάομαι, -μνῶμαι: μέλλ. -μνήσομαι, σπανίως -μνησθήσομαι (Ἡρόδ. 2. 3, Δημ. 429. 28): ― ἀόρ. ἐπεμνήσθην, ἀλλὰ καὶ ἐπεμνησάμην (ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἐπιμέμνημαι: Παθ. Ἀναμιμνήσκομαι, σκέπτομαι περί τινος, ἐνθυμοῦμαί τι, φέρω εἰς τὸν νοῦν μου, μετὰ γεν., ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 662· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης, «μνησθείημεν τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ρ. 103· τοῦ ὅγ’ ἐπιμνησθεὶς Ὀδ. Α. 31, Δ. 189· (ταῦτα εἶναι τὰ μόνα μέρη τοῦ ῥήματος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.). 2) ποιοῦμαι μνείαν τινός, ὅτ’ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο Ὀδ. Δ. 191, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 5, 85, Αἰσχύλ. Χο. 623, Σοφ., κλ.· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Ἡρόδ. 2. 101, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, κτλ.: ― μετ’ οὐδ. ἀντων. κατ’ αἰτ., τοσοῦτον ἐπιμνησθέντες Ἡρόδ. 1. 14, πρβλ. 2. 3· ἀλλ’ ἐν 6. 136, συντάσσει τὸ ῥῆμα μετὰ γενικῆς τε καὶ αἰτιατ., τῆς μάχης τε πολλὰ ἐπιμεμνημένοι καὶ τὴν Λήμνου αἵρεσιν: ― ὡσαύτως, ἐπιμ. ὅ.. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 8· ἐπ. περὶ γυναικῶν, ὡς… Πλάτ. Τίμ. 18C.
English (Autenrieth)
aor. mid. opt., ἐπιμνησαίμεθα, pass. part. ἐπιμνησθείς: call to mind, remember.
Greek Monolingual
ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) μιμνᾑσκομαι
φέρνω στη μνήμη μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μνημονεύω, αναφέρω («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», Ηρόδ.)
2. αναφέρω κάτι παρεμπιπτόντως
3. υπενθυμίζω.
Greek Monotonic
ἐπιμιμνήσκομαι: Ιων. επίσης -μνάομαι, -μνῶμαι, μέλ. μνήσομαι ή μνησθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπεμνήσθην ή ἐπεμνησάμην, παρακ. ἐπιμέμνημαι·
I. 1. Παθ., σκέφτομαι, θυμάμαι κάτι, φέρνω στο νου μου κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Όμηρ.
2. κάνω μνεία, αναφέρω κάποιον, τινος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· περί τινος, στον ίδ., Ξεν.