εργολάβος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐργολάβος]])<br />αυτός που αναλαμβάνει την [[εκτέλεση]] έργου με ορισμένη [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[εργολαβία]], την [[ανάληψη]] της εκτέλεσης έργων με ορισμένη [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] σε [[ερωτοτροπία]]<br /><b>3.</b> [[γλυκό]] με αμύγδαλα και [[ασπράδι]] αβγού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[κερδοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λαβ</i>-<i>ος</i> από θ. <i>λαβ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β’ <i>έ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>) (<i>λαβ</i>-<i>ή</i>), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[δικολάβος]])].
|mltxt=ο (AM [[ἐργολάβος]])<br />αυτός που αναλαμβάνει την [[εκτέλεση]] έργου με ορισμένη [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[εργολαβία]], την [[ανάληψη]] της εκτέλεσης έργων με ορισμένη [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] σε [[ερωτοτροπία]]<br /><b>3.</b> [[γλυκό]] με αμύγδαλα και [[ασπράδι]] αβγού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[κερδοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λαβ</i>-<i>ος</i> από θ. <i>λαβ</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. β’ <i>έ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>) (<i>λαβ</i>-<i>ή</i>), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[δικολάβος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (AM ἐργολάβος)
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη της εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή
2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία
3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι αβγού
αρχ.
ως επίθ. κερδοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + -λαβ-ος από θ. λαβ- (πρβλ. αόρ. β’ έ-λαβ-ον) (λαβ-ή), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δικολάβος)].