ἔπουρος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔπουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ [[ἔπουρος]] [[αὔρα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι [[ἔπουρος]] ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ούρος]] «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ούρος]] Ι)]. | |mltxt=[[ἔπουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ [[ἔπουρος]] [[αὔρα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι [[ἔπουρος]] ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ούρος]] «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[ούρος]] Ι)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔπουρος:''' -ον, αυτός που πνέει ευνοϊκά, [[ούριος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A blowing favourably, αὔρα S.Tr.954 (lyr.). II a kind of fish, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1011] günstig wehend, αὔρα Soph. Tr. 950, Schol. οὔριος (nach Herm. von ὅρος, nachbarlich, in der Nähe sich erhebend); τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς Clem. Al. paed. 1, 7, 54, mit gutem Winde.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπουρος: -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, αὔρα Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπουρος· εἶδος ἰχθύος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui souffle favorablement.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.
Greek Monolingual
ἔπουρος, -ον (Α)
1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.)
2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)].
Greek Monotonic
ἔπουρος: -ον, αυτός που πνέει ευνοϊκά, ούριος, σε Σοφ.