ἐτνήρυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτνήρυσις]], ἡ (Α)<br />[[κουτάλα]] με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη [[σούπα]], τον χυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτνος]] «[[πυκνός]] [[ζωμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[έρυσις]] «[[άντληση]]», το -<i>η</i> [[αντί]] <i>ε</i>- λόγω της συνθέσεως].
|mltxt=[[ἐτνήρυσις]], ἡ (Α)<br />[[κουτάλα]] με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη [[σούπα]], τον χυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτνος]] «[[πυκνός]] [[ζωμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[έρυσις]] «[[άντληση]]», το -<i>η</i> [[αντί]] <i>ε</i>- λόγω της συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐτνήρῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἀρύω]]), [[κουτάλα]] για [[ανακάτεμα]] ζωμού, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτνήρῠσις Medium diacritics: ἐτνήρυσις Low diacritics: ετνήρυσις Capitals: ΕΤΝΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: etnḗrysis Transliteration B: etnērysis Transliteration C: etnirysis Beta Code: e)tnh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Ar.Ach.245, Fr.779.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen (ἀρύω), Ar. Ach. 245; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) κοχλιάριον δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ ἔτνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. ἐτνοδόνος καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἔτνος, ἀρύω.

Greek Monolingual

ἐτνήρυσις, ἡ (Α)
κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το -η αντί ε- λόγω της συνθέσεως].

Greek Monotonic

ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ (ἀρύω), κουτάλα για ανακάτεμα ζωμού, σε Αριστοφ.