ζείδωρος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ζείδωρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, ο [[ζωοδότης]], ο [[ζωογόνος]] («[[ζείδωρος]] Ἠέλιος», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη γη), [[γόνιμος]] («[[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζειά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλουσιό</i>-<i>δωρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δωρος</i>. Βλ. και [[ετυμολογία]] της λ. [[ζειά]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ζείδωρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, ο [[ζωοδότης]], ο [[ζωογόνος]] («[[ζείδωρος]] Ἠέλιος», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη γη), [[γόνιμος]] («[[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζειά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλουσιό</i>-<i>δωρος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δωρος</i>. Βλ. και [[ετυμολογία]] της λ. [[ζειά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζείδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει «[[ζειά]]» δηλ. [[σιτηρά]] με την ευρεία [[έννοια]]· ως επίθ. της γης· [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]], γη που είναι παραγωγική σε [[σιτηρά]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A zea-giving (Plin.HN18.82, EM410.6), as epith. of the earth, ζείδωρος ἄρουρα Il.2.548, Od.3.3, Hes.Op.173; ζ. ἀρδμός Nonn.D.26.185: c. gen., ζ. ὀπώρης ἀχράς AP9.4 (Cyllen.): also in late Prose, Hld.9.22 (ζε (ϝ) έ-δωρος, cf. ζέα). II some authors derived it from ζάω,= βιόδωρος (so expld. by Hsch.), life-giving, Ἀφροδίτη Emp.151; Ἠέλιος Nonn.D.12.23, cf. 22.276. ζείζιν, mamma, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1137] Getreide, d. i. Frucht, Nahrung spendend, ἄρουρα, Il. 2, 548 u. oft, wie Hes. Nach Plut. amator. 13 nannte Empedocl. auch die Aphrodite so. Die Erkl. des Hesych. βιόδωρος hat verleitet an ζήδωρος zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
ζείδωρος: -ον, ὁ παρέχων ζειάς, ὡς ἐπίθ. τῆς γῆς, ζείδωρος ἄρουρα, γόνιμος γῆ, Ἰλ. Β. 548, Ὀδ. Γ. 3, Ἡσ. ζ. ἀρδμὸς Νόνν. Δ. 26, 185 μετὰ γεν., ἀχρὰς... ζ. ὀπώρης Ἀνθ. Π. 9. 4. ΙΙ. τινὲς τῶν συγγραφέων φανερῶς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ζάω, = βιόδωρος, ὁ παρέχων ζωήν, Ἀφροδίτη Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 756E ἐφετμὴ Νόνν. Ἰω. 12, ἴδε 49. - Πρβλ. Ἡσύχ., Εὐστ. 283. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui procure de l’épeautre ; fécond;
2 (par confus. avec ζάω) qui donne la vie (Aphrodite).
Étymologie: ζειά, δωρέομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ζείδωρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνος («ζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.)
αρχ.
(για τη γη), γόνιμος («ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + -δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιό-δωρος, φιλό-δωρος. Βλ. και ετυμολογία της λ. ζειά.
Greek Monotonic
ζείδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει «ζειά» δηλ. σιτηρά με την ευρεία έννοια· ως επίθ. της γης· ζείδωρος ἄρουρα, γη που είναι παραγωγική σε σιτηρά, σε Όμηρ.