ζέφυρος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(16) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ζέφυρος]])<br />ο [[άνεμος]] που πνέει από δυτικά, ο [[δυτικός]] [[άνεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βορειοδυτικός]] [[άνεμος]] («Βορρῆς καὶ [[Ζέφυρος]], τῷ τε Θρῂκηθεν ἄητον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[άνεμος]] που πνέει από το βόρειο [[ημισφαίριο]]<br /><b>3.</b> ο [[νοτιοδυτικός]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οπωσδήποτε η [[λέξη]] συνδέεται με το [[ζόφος]], ενώ το -<i>υ</i>- οδηγεί στην [[υπόθεση]] ενός ουδ. <i>ζέφος</i>]. | |mltxt=ο (AM [[ζέφυρος]])<br />ο [[άνεμος]] που πνέει από δυτικά, ο [[δυτικός]] [[άνεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βορειοδυτικός]] [[άνεμος]] («Βορρῆς καὶ [[Ζέφυρος]], τῷ τε Θρῂκηθεν ἄητον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[άνεμος]] που πνέει από το βόρειο [[ημισφαίριο]]<br /><b>3.</b> ο [[νοτιοδυτικός]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οπωσδήποτε η [[λέξη]] συνδέεται με το [[ζόφος]], ενώ το -<i>υ</i>- οδηγεί στην [[υπόθεση]] ενός ουδ. <i>ζέφος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζέφῠρος:''' ὁ (часто с прописн. Z) (лат. [[Favonius]]) зефир, западный или северо-западный ветер ([[δυσαής]], αἰὲν [[ἔφυδρος]] Hom.; [[ψυχρός]], но тж. εὐδιεινὸς καὶ [[ἥδιστος]] и [[καυματώδης]] Arst.): [[Βορέης]] καὶ Ζ., τῶτε [[Θρῄκηθεν]] ἄητον Hom. Борей и Зефир, оба дующие из Фракии. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 zéphyr, vent d’ouest ; d’ord. vent violent ou pluvieux ; qqf brise agréable;
2 le Zéphyr personnifié.
Étymologie: cf. ζόφος.
English (Autenrieth)
(ζόφος): the west wind, rough and violent, Od. 5.295, Od. 12.289, 408; and the swiftest of the winds, Il. 19.415; bringing snow and rain, Od. 19.202, Od. 14.458; only in fable-land soft and balmy, Od. 7.119, Od. 4.567; personified, Il. 16.150, Il. 23.200.
Greek Monolingual
ο (AM ζέφυρος)
ο άνεμος που πνέει από δυτικά, ο δυτικός άνεμος
αρχ.
1. ο βορειοδυτικός άνεμος («Βορρῆς καὶ Ζέφυρος, τῷ τε Θρῂκηθεν ἄητον», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) κάθε άνεμος που πνέει από το βόρειο ημισφαίριο
3. ο νοτιοδυτικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οπωσδήποτε η λέξη συνδέεται με το ζόφος, ενώ το -υ- οδηγεί στην υπόθεση ενός ουδ. ζέφος].
Russian (Dvoretsky)
ζέφῠρος: ὁ (часто с прописн. Z) (лат. Favonius) зефир, западный или северо-западный ветер (δυσαής, αἰὲν ἔφυδρος Hom.; ψυχρός, но тж. εὐδιεινὸς καὶ ἥδιστος и καυματώδης Arst.): Βορέης καὶ Ζ., τῶτε Θρῄκηθεν ἄητον Hom. Борей и Зефир, оба дующие из Фракии.