καλοκἀγαθικός: Difference between revisions
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλοκἀγαθικός]], -ή, -όν (Α) [[καλοκάγαθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε καλό και [[αγαθό]] άνθρωπο, [[έντιμος]], [[αγαθός]], [[χρηστός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενάρετος]], [[ηθικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγαθικῶς</i> (Α)<br />έντιμα, χρηστά, με [[αγαθότητα]] και [[καλοσύνη]]. | |mltxt=[[καλοκἀγαθικός]], -ή, -όν (Α) [[καλοκάγαθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε καλό και [[αγαθό]] άνθρωπο, [[έντιμος]], [[αγαθός]], [[χρηστός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενάρετος]], [[ηθικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγαθικῶς</i> (Α)<br />έντιμα, χρηστά, με [[αγαθότητα]] και [[καλοσύνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰλοκἀγᾰθικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ταιριάζει στον <i>καλὸν κἀγαθόν</i>, [[έντιμος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] στην <i>καλακἀγαθία</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable, προαίρεσις Plb.7.11.9. Adv. -κῶς BMus.Inscr.925b8 (Branchidae), Plu.Phoc.32. 2 inclined to καλοκἀγαθία, Id.Them.3, 2.225f: Comp., Muson.Fr.14p.76H.
German (Pape)
[Seite 1312] ή, όν, einem καλὸς καὶ ἀγαθός geziemend, brav, rechtschaffen; προαίρεσις Pol. 7, 12, 9; τὸν τρόπον Plut. Them. 3, öfter; compar., Muson. bei Stob. fl. 67, 20. – Adv., καλοκἀγαθικῶς καὶ γενναίως Plut. Phoc. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’une parfaite loyauté.
Étymologie: καλοκἀγαθός.
Greek Monolingual
καλοκἀγαθικός, -ή, -όν (Α) καλοκάγαθος
1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός
2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός.
επίρρ...
καλοκἀγαθικῶς (Α)
έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη.
Greek Monotonic
κᾰλοκἀγᾰθικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ταιριάζει στον καλὸν κἀγαθόν, έντιμος· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
2. αυτός που έχει κλίση στην καλακἀγαθία, στον ίδ.