κάρδαμο: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(19)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και κάρδαμος, ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτ</i>-<i>αμον</i>, <i>σήσ</i>-<i>αμον</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]].
|mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτ</i>-<i>αμον</i>, <i>σήσ</i>-<i>αμον</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]].
}}
}}

Revision as of 16:57, 4 July 2021

Greek Monolingual

το και κάρδαμος, ο (AM κάρδαμον)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία φυτών της οικογένειας τών σταυρανθών
αρχ.
1. είδος λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως σήμερα το σινάπι
2. φρ. «βλέπω κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει κάρδαμο (Αριστοφ.)
3. παροιμ. «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το κράδος «κλαδάκι» και με το σκόροδον δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. λέξη kardamah, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο φυτό, οπότε η σύνδεση της με το κάρδαμον παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες φυτών σε -άμον (πρβλ. δίκτ-αμον, σήσ-αμον). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. kadamija.
ΠΑΡ. καρδαμίνη, καρδαμίς
αρχ.
καρδαμάλη, καρδάμη, καρδαμίζω
νεοελλ.
καρδαμούρα, καρδαμώνω.
ΣΥΝΘ. καρδαμόσπορο(ν), καρδάμωμον
αρχ.
καρδαμογλύφος].