καταμάρπτω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(19) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταμάρπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[γερατειά]] ή τον θάνατο και άλλα [[δεινά]]) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρπτω]] «[[συλλαμβάνω]]»]. | |mltxt=[[καταμάρπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[γερατειά]] ή τον θάνατο και άλλα [[δεινά]]) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρπτω]] «[[συλλαμβάνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταμάρπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], Λατ. [[deprehendo]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]],, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, [[προλαβαίνω]] κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A catch, ὥς κεν ἔμ' ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Il. 6.364; esp. catch, overtake one running away, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων 5.65, cf. 16.598, Pi.N.3.35; κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ . . ἵππους ἔμαρψεν Id.O.6.14; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390; ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207; κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας' Pi.I.4(3).35; κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε IG14.1389i17.
German (Pape)
[Seite 1362] (s. μάρπτω), ergreifen, packen, Il. 6, 364; den Fliehenden einholen, 5, 65. 16, 598; Pind. N. 3, 34 u. öfter. – Hesych. führt auch καμμάρψαι an u. erkl. es καταλαβεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
καταμάρπτω: καταλαμβάνω, φθάνω τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ ἔντοσθε πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)φθάνω τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ λέξις ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.
French (Bailly abrégé)
saisir ; particul. atteindre à la course, acc..
Étymologie: κατά, μάρπτω.
English (Autenrieth)
aor. subj. καταμάρψῃ: overtake.
English (Slater)
καταμάρπτω
1 bring down καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (sc. Πηλεύς, who finally pinned down Thetis despite the many forms she assumed) (N. 3.35) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) fig., in tmesis, swallow up, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14)
Greek Monolingual
καταμάρπτω (Α)
1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω
2. συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μάρπτω «συλλαμβάνω»].
Greek Monotonic
καταμάρπτω: μέλ. -ψω, πιάνω, συλλαμβάνω, Λατ. deprehendo, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως,, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, προλαβαίνω κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.