κατισχναίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής.
|mltxt=[[κατισχναίνω]] (Α) [[ισχαίνω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό [[φύσημα]], ακολούθα τον, μάραινέ τον, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη [[δύναμη]] οσμής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς ισχνό, [[εξασθενίζω]], σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. <i>κατισχᾰνεῖσθαι</i>, με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχναίνω Medium diacritics: κατισχναίνω Low diacritics: κατισχναίνω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΝΑΙΝΩ
Transliteration A: katischnaínō Transliteration B: katischnainō Transliteration C: katischnaino Beta Code: katisxnai/nw

English (LSJ)

   A cause to pine or waste away, A.Eu.138:—Pass., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Pl.R.561c, cf. J.AJ7.8.1:—fut. Med. inf. κατισχνᾰνεῖσθαι A.Pr.271.    II reduce a swelling, Hp.Prog. 23; αἱ Μοῦσαι τὸν ἔρωτα κ. Call.Epigr.47.3; weaken, ὀσμήν Thphr. Od.47.

German (Pape)

[Seite 1402] mager machen, abzehren, erschöpfen; ἀτμῷ κατισχναίνουσα νηδύος πυρί Aesch. Eum. 133, mit dem Hauche verzehrend; ποιναῖς κατισχνανεῖσθαι Prom. 269; ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; – ἔρωτα, schwächen, Callim. 14 (XII, 150). – Bei Luc. philopatr. 20 steht ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον, mit schwacher Stimme.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχναίνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἰσχνόν, ἀσθενές, ἐξασθενίζω, φθείρω, ξηραίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 138.- Παθ., ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος Πλάτ. Πολ. 561C· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., κατισχνᾰνεῖσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 269. ΙΙ. ἐλαττώνω συμπτώματα, Ἱππ. Προγν. 45· οὕτω, κ. ἔρωτα Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 3· ὀσμὴν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 47·- κατισχαίνω, εὕρηται συνεχῶς ὡς διάφορ. γραφ. (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).

French (Bailly abrégé)

exténuer, épuiser.
Étymologie: κατά, ἰσχναίνω.

Greek Monolingual

κατισχναίνω (Α) ισχαίνω
1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.)
2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις του έρωτα ή τη δύναμη οσμής.

Greek Monotonic

κατισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, εξασθενίζω, σε Αισχύλ.· Μέσ. μέλ. κατισχᾰνεῖσθαι, με Παθ. σημασία, στον ίδ.