κεντρίζω: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κεντρίζω]]) [[κέντρον]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («[[κεντρίζω]] το [[άλογο]]»)<br /><b>2.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[τσιμπώ]] με το [[κεντρί]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[εξάπτω]], [[διεγείρω]] («μού κέντρισε την [[περιέργεια]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φυτά) [[κεντρώνω]], [[μπολιάζω]].
|mltxt=(ΑΜ [[κεντρίζω]]) [[κέντρον]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («[[κεντρίζω]] το [[άλογο]]»)<br /><b>2.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[τσιμπώ]] με το [[κεντρί]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παρακινώ]], [[εξάπτω]], [[διεγείρω]] («μού κέντρισε την [[περιέργεια]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φυτά) [[κεντρώνω]], [[μπολιάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεντρίζω:''' μέλ. —ίσω = [[κεντέω]], [[κεντρίζω]], [[τρυπώ]], κεντώ, [[τσιμπώ]], σε Ξεν.· μεταφ., [[ἔρως]] κ., στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίζω Medium diacritics: κεντρίζω Low diacritics: κεντρίζω Capitals: ΚΕΝΤΡΙΖΩ
Transliteration A: kentrízō Transliteration B: kentrizō Transliteration C: kentrizo Beta Code: kentri/zw

English (LSJ)

   A = κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.

German (Pape)

[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6˙ μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24˙ ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.

Greek Monolingual

(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.

Greek Monotonic

κεντρίζω: μέλ. —ίσω = κεντέω, κεντρίζω, τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, σε Ξεν.· μεταφ., ἔρως κ., στον ίδ.