ξυνήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυνήϊος]], -ΐη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς [[μαζί]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυνήϊα</i><br />[[κοινή]] [[περιουσία]], πράγματα που ανήκουν σε πολλούς [[μαζί]], [[ιδίως]] η [[κοινή]] [[ιδιοκτησία]] τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα [[κείμενα]] [[πολλά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θε</i>-<i>ήϊος</i>). Ο τ. <i>ξυνήϊα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., [[κατά]] τα <i>ξενήϊα</i>, <i>πρεσβήϊα</i>].
|mltxt=[[ξυνήϊος]], -ΐη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς [[μαζί]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυνήϊα</i><br />[[κοινή]] [[περιουσία]], πράγματα που ανήκουν σε πολλούς [[μαζί]], [[ιδίως]] η [[κοινή]] [[ιδιοκτησία]] τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα [[κείμενα]] [[πολλά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θε</i>-<i>ήϊος</i>). Ο τ. <i>ξυνήϊα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., [[κατά]] τα <i>ξενήϊα</i>, <i>πρεσβήϊα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῡνήϊος:''' -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί <i>ξύνειος</i>, που δεν απαντά· <i>ξυνήϊα</i>, [[κοινή]] [[περιουσία]], κοινό [[απόθεμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνήϊος Medium diacritics: ξυνήϊος Low diacritics: ξυνήϊος Capitals: ΞΥΝΗΪΟΣ
Transliteration A: xynḗïos Transliteration B: xynēios Transliteration C: ksyniios Beta Code: cunh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. and Ion. (ξύνειος is not found),

   A common : neut. pl. ξυνήϊα, τά, common stock, Il.1.124, 23.809.

German (Pape)

[Seite 282] ep. u. ion. für ξύνειος, = ξυνός, gemeinsam; οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
épq. et ion. p. *ξύνειος, c. ξυνός.

Greek Monolingual

ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα
κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θε-ήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].

Greek Monotonic

ξῡνήϊος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί ξύνειος, που δεν απαντά· ξυνήϊα, κοινή περιουσία, κοινό απόθεμα, σε Ομήρ. Ιλ.